Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Αυτά που πρέπει να γράψω.

   Ορισμένες μέρες κυλούν τόσο άδειες που νομίζω πως πλησιάζω στο να καταλάβω την πραγματική ροή του χρόνου. Όταν δεν έχω όρεξη για τίποτα, τότε νομίζω πως ο χρόνος συμβαδίζει με την ηλικία μου, με το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μου, περπατά πλάι μου και με κοιτάζει, τον κοιτάζω κι εγώ αδιάφορη, κι ίσως του χαμογελώ καμιά φορά ειρωνικά. Περνάνε οι ώρες και δεν κοιτώ το ρολόι, και φτάνει η νύχτα και ο χρόνος παραμονεύει το πρώτο μου χασμουρητό. Ανοίγω το στόμα επιδεικτικά, ρουφάω μπόλικο αέρα και ξεφυσώ στα μούτρα του. Και κάτι στιγμές όπως τώρα, νιώθω πως δε θα ξανακοιμηθώ ποτέ.
 

Και τώρα που έγραψα αυτά που έπρεπε να γράψω, που ούτε στο τόσο δεν αγγίζουν την αληθινή τους σκέψη, τι πιο ταιριαστό:



"Καθισμένος ένα ολόκληρο απόγευμα
  Στην παλιά μπαλωμένη μου πολυθρόνα
  Μην περιμένοντας κανέναν να μου χτυπήσει την πόρτα
                            και κανέναν να με χαϊδέψει
                            και κανέναν να με μαστιγώσει
                            και κανέναν να με δεχτεί
                            και κανέναν να με απορρίψει
  Ένιωσα να με πλησιάζει κάτι
                            που θα μπορούσε να'ταν η ευτυχία.
  Τότε σηκώθηκα να σημειώσω αυτές τις λέξεις
  Και όλα πήγανε στράφι."


Γιάννης Αγγελάκας , Λάθος Κίνηση, από το έργο "Πώς τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε;",1999

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Άδεια ώρα.

 Έτσι για εξάσκηση, άνοιξα τούτη τη σελίδα 
μήπως και τ'άσπρο τίποτα μ'ανακατέψει και ξεράσω καμιά λέξη. 
Απόψε, που'χει ένα βράδυ όμορφο Σεπτεμβρινό, 
όχι και τόσο φθινοπωρινό, 
δεν κατεβαίνει τίποτα στον νου ή στο χέρι. 
Τι να γράψω...
Για ποιό πράγμα να σου πω, για τούτο ή για τ'άλλο, 
που δε σε ξέρω, 
και μήτε ξέρω τι σ'αρέσει να στο πω
ν'ανοίξουμε κουβέντα.

Μόνο έτσι που κοιτώ τα σύννεφα αραιά,
μόνο ένα πράγμα θέλω να σου πω.


Η πρώτη σταγόνα της βροχής δε σκότωσε το καλοκαίρι.



Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Ο "γραφιάς".

  Τόσα σπουδαία κείμενα γράφτηκαν από ανθρώπους που ήταν αναμφισβήτητα σπουδαίοι, και κουβαλούσαν ο καθένας τους κι από μια τρέλα που τους τριβέλιζε το μυαλό, και γι'αυτό κάθε τους λέξη ήταν σπουδαία, γιατί στάθηκε γιατρικό ή πηγή μιας τρέλας. Εγώ δεν είμαι μέσα στους ανθρώπους παρά ένας άνθρωπος κανονικός, όπως θα με χαρακτήριζαν, σε όλα μου συνηθισμένος. Δεν έχω καμιά σημαντική τρέλα πέρα απ' την ίδια τη μανία μου να ψάχνω λόγους για να με θεωρώ τρελό, την επιθυμία μου να τρελαθώ. Ψάχνω ανάμεσα στις λέξεις που προφέρω, στις λέξεις που γράφω και σ'εκείνες που σκέφτομαι.
  Ύστερα βλέπω πως η τρέλα δεν πιάνει τον άνθρωπο έτσι στα ξαφνικά, μα κάτι την προκαλεί. Και πράγματι, όλοι εκείνοι οι μεγάλοι συγγραφείς είχαν περάσει καθένας κι ένα δικό του βάσανο. Μα εγώ, όχι πως έχω τα προβλήματά μου λυμένα, δεν έχω κανένα σοβαρό βάσανο τραβήξει στη ζωή μου ως τώρα. Για τούτο λοιπόν το λόγο γυρεύω να βασανιστώ, και μη με περνάτε για κανέναν μαζοχιστή, το μόνο που θέλω είναι να γράφω. Να γράφω τη λέξη θλίψη και να την εννοώ, τη λέξη πόνος και να βογκώ, τη λέξη πίκρα και να φτύνω φαρμάκι το σάλιο μου, κι ύστερα τη λέξη χαρά και ν'αγαλλιάζω, τον έρωτα και ν'αναριγώ. Και τέλος πάντων, να νιώθω μέχρι το "τι" και το "και", το κόμμα, την  τελεία. Γιατί άμα τις λέξεις που γράφεις δεν τις έχεις νιώσει, πώς θα πείσεις για τη σπουδαιότητα των ιστοριών σου; Πώς θα γεννηθούν ολοζώντανες κι αδιαμφισβήτητα αληθινές οι αφηγήσεις σου, κυρίως οι φανταστικές;
  Είναι λοιπόν για μένα ζήτημα ζωής και θανάτου να βρω ένα αξιόλογο βάσανο να τυραννήσει την άδεια κι αλαφρή ψυχή μου, να τρελαθώ καθώς ταιριάζει σε κάθε σοβαρό συγγραφέα. Γιατί αλλιώς θα 'γραφα τη λίστα για τον μπακάλη, και τούτο από μόνο του θα'ταν τέχνη. Μα δεν είναι.
  Βέβαια καμιά φορά νομίζω πως στο βάθος είμαι πράγματι λίγο τρελός, αφού γυρεύω το ύστατο αίσθημα σε κάθε τι μικρό και συνηθισμένο μου συμβαίνει, τόσο που κάποτε όλα γύρω μου γίνονται θεόρατα, και αιωρούνται στο κεφάλι μου σαν τις ιδέες του Πλάτωνα, τέλεια κι αληθινά. Ακόμη κι η βίδα που 'πεσε στο πάτωμα της αποθήκης, ή το μωρό που κλαίει και που δεν έχει για την κουρασμένη μάνα του κείνη την ώρα τίποτα το ποιητικό.
  Είναι λοιπόν ετούτη η μανία μου. Να μετρώ τα πάντα με τον χάρακά μου ψάχνοντας να μετρήσω το αισθητικό τους μέγεθος. Κι είναι αλήθεια πως κάποτε κοιτώ μες στην τρύπα την σκοτεινή, και βλέπω τους ανθρώπους χαμένους, και τον κόσμο τους χαμένο κι αυτόν, και τίποτε δε μοιάζει άξιο για καταγραφή, παρά με πλημμυρίζει αηδία. Μα, ένα περίεργο πράγμα...Μέσα στο βάλτο της αηδίας μου, όταν κοντεύω να πνιγώ, τότε πάντα βρίσκεται μπρος μου κάτι που θέλω να το κάμω δικό μου. Κι αρχίζει όλος ο ξένος κόσμος να γίνεται δικός μου, και τα μάτια μου τον ομορφαίνουν, και τον διορθώνουν. Και βλέπω πάλι το φως, όχι με τα αστιγματικά μου μάτια, μα με τα στίγματα που αφήνει το μαύρο μου μελάνι.
  Και, γιατί να το κρύψω, νιώθω να ψηλώνω και το στήθος μου φουσκώνει έτοιμο να κράξει δυνατά. Κι οι λέξεις χύνονται τόσο όμορφα στο άσπρο χαρτί, και το μαυρίζουν με μια μαυρίλα αθάνατη, πιο δυνατή κι απ'του θανάτου. Ω, τι ευτυχία! Για τούτο γεννήθηκε ο άνθρωπος!
  Μα σαν διαβάσω τα γραφτά μου σ'άλλη ώρα, όταν η έμπνευση έχει αποκάμει, τα χαρτιά μου μοιάζουν μουτζουρωμένα, άκομψα, άτεχνα, και τα κοιτώ σαν ξένος. Ω, τι δυστυχία! Για τούτο πεθαίνουν οι άνθρωποι...
  Πόσο είναι ακόμη ο δρόμος μου μακρύς...


"Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
σαν να'χουν βγει σε τάφο). "




σημείωση: Οι στίχοι που παρατίθενται στο τέλος είναι απόσπασμα από το ποίημα "Γραφιάς" του Κ.Καρυωτάκη.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Recostruction.


"   Γύρισε το κλειδί στην πόρτα. Μπήκε στο άδειο σπίτι, άφησε δίπλα στο κρεβάτι τη βαλίτσα κι ύστερα ρίχτηκε στον καναπέ. Κουραστικό το χθεσινό ταξίδι, μα πιο κουραστική η πρωινή ζέστη στην πόλη. Επιτέλους μπορούσε να βουλιάξει κάπου αναπαυτικά. Κοίταξε ένα γύρο το σαλόνι και το χολ. Το σπίτι ήταν ντυμένο με πράγματα, άλλα παρμένα από τα πριν, άλλα διαλεγμένα για τούτο το χώρο, άλλα που βρήκε τυχαία στην πορεία και τα μάζεψε. Ήταν λίγο αναποφάσιστο το ντεκόρ, τώρα που το παρατηρούσε, μπορεί και να μην το 'βρισκε τόσο ωραίο τελικά. Πάντως ήταν ήσυχα και βολικά εκεί μέσα, όπως ήταν πάντα.
    Το σπίτι το'ξερε από παλιά, από μωρό παιδί. Πόσο αλλιώτικο ήταν κάποτε. Θυμήθηκε που ερχόταν για λίγο στο τελείωμα κάθε καλοκαιρινών διακοπών, στους θείους, κι έπαιζε με τα ξαδέρφια και με τον γάτο, κι έτρωγαν όλοι μαζί οικογενειακά, και τα βράδια άνοιγαν τούτο τον καναπέ και ξάπλωναν τρεις, τέσσερις παρέα. Τα βασικά έπιπλα είχαν μείνει τα ίδια από τότε. Κι ένας μεταλλικός ανεμιστήρας, αθάνατο μηχάνημα.
    Έβαλε τον ανεμιστήρα να δουλέψει για να δροσιστεί. Ο αέρας στροβιλιζόταν αθόρυβα στον έλικα, όπως αθόρυβα ανέδυαν όλα τα παλιά έπιπλα τον αέρα εκείνης της άλλης εποχής, της όχι πολύ μακρινής μα της περασμένης χωρίς γυρισμό. Το νέο ντεκόρ, η νέα καθημερινότητα, τα νέα πρόσωπα που είχαν μπει στο χώρο τον είχαν γεμίσει με νέες σκέψεις και αναμνήσεις που σπάνια επέτρεπαν μελαγχολικές αναπολήσεις εκείνων των άλλων ημερών. Τώρα όμως που έκανε μία, συνειδητοποίησε πως οι αλλαγές είχαν έρθει με απόλυτη φυσικότητα και όλοι τις είχαν δεχτεί. Το σπίτι είχε αλλάξει χέρια μια και δυο φορές, είχε ντυθεί αλλιώτικα, κι οι άνθρωποι οι ίδιοι από τότε, μπαινοβγαίνουν σαν να μην τρέχει τίποτα. Όλη αυτή η φυσικότητα τώρα που τη συνειδητοποιούσε έμοιαζε στ'αλήθεια περίεργη κι ίσως στο βάθος κάπως επώδυνη. 

    Τα σπίτια έχουν τις ιστορίες τους. Στην μεγάλη αυτή πόλη συχνά παρατηρούσε τις βεράντες, τις ποικιλόμορφες εξόδους των κτιρίων, το αναμμένο φως τα βράδια στα παράθυρα πολυκατοικιών, τις κεραίες στις ταράτσες. Αναρωτιόταν πώς τάχα να είναι η διακόσμηση σε τούτο ή σε κείνο το διαμέρισμα. Αναρίθμητα σπίτια σ'όλη την πόλη, που μέσα τους περνούν αναρίθμητοι άνθρωποι τις δικές τους ζωές. 
    Θυμήθηκε το σπίτι στο χωριό. Πόσο γέρικο, και πόσα χρόνια θα στέκει ακόμα στο ίδιο σημείο; Μοιάζει σα ριζωμένο. Εκεί που το βρήκε παιδί εκεί θα το αφήσει φεύγοντας. Πέρασαν από εκείνο ένα σωρό ιστορίες, τρεις τέσσερις γενιές. Σαν παραμύθι άκουγε κάποτε τον παππού να λέει για τ'αδέρφια του, για φίλους, για όλη την οικογένεια. Κοίτα να δεις, άνθρωποι που δε συναντήθηκαν ποτέ, ο χρόνος δεν το επέτρεψε, κι όμως είχαν όλοι βρεθεί στο ίδιο σπίτι. Έτσι είναι λοιπόν τα σπίτια. Μηχανές του χρόνου. Ανοίγεις μια πόρτα και βρίσκεσαι σ'ένα σύμπαν με δικούς του όρους, με δική του ιστορία που μια άλλη γεωλογία θα μελετούσε στα στρώματα της μπογιάς στους τοίχους. 
    Το πρωί όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο διαμέρισμα, τα ρουθούνια γέμισαν με μια μυρωδιά γνώριμη. Δεν μπορούσε ως τότε να εξηγήσει πώς γίνεται κάθε φορά που το σπίτι μένει λίγες μέρες κλειστό να ξαναμυρίζει όπως παλιά, αφού πια δεν έμεναν εκείνοι εδώ. Σήμερα κατάλαβε πως οι οσμές που έφερναν στον νου τις αναμνήσεις δεν ήταν των ανθρώπων, ήταν του σπιτιού."


Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Καλοκαίρι

    "Πανταχού παρών ο ουρανός μεταμόρφωσε τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού σε σωστό Φθινόπωρο. Τα ανθισμένα φυτά και δέντρα, βρεγμένα με την αναπάντεχη λασπερή βροχή, μπούκωσαν τους δρόμους με μυρωδιές οξείες, αποπνικτικές καθώς μπλέκονταν με τους δυσάρεστους υδρατμούς των αυτοκινήτων.
   Κι εμείς βρεθήκαμε απροετοίμαστοι μέσα στους δρόμους, γυμνοί μες στη λάσπη, κατατρεγμένοι. Χωρίς μια ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μας, χωρίς έναν ήλιο, χωρίς πολλά κέφια. Κι όμως οφείλαμε να διανύσουμε μιαν απόσταση, να τιμωρηθούμε για την αφέλειά μας, να λουστούμε την αμέλειά μας. Ο ουρανός ξέρει να μας πιάνει στα πράσα.
  Κάτω από μια στάση λεωφορείου στάθηκα βρεγμένος κι αναρωτήθηκα αν έχουμε Ιούνη, ή μήπως εγώ είχα τρέξει μπρος με τη φαντασία μου, ή πάλι μήπως είχα ξεμείνει πίσω από το ημερολόγιο κι έπρεπε τώρα να το προλάβω. Είχα εκείνη την αίσθηση πως πρέπει κάτι να κάνω, μα δεν ήξερα τι. Για μια στιγμή πίστεψα πως ήμουν εκτός τόπου και χρόνου, πως χάθηκα κάπου στο δρόμο. Ήταν η καλύτερη στιγμή εκείνης της μέρας.
" 

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Μπουρνέλες.

  "Έφτασα με το πλοίο ξημερώματα. Μια δυο ώρες μόνο αφότου ο ήλιος είχε σηκωθεί, καθόμουν ήδη στην ήσυχη βεράντα, να απολαμβάνω κελαηδήματα, να κυλάνε στο λαιμό μου μια οι λέξεις του Τσίρκα, μια ο ξινός χυμός των κορόμηλων, μα κυρίως να ηρεμώ στην αίσθηση πως βρίσκομαι σπίτι.
  Είχα χρόνια να ταξιδέψω με το παλιό καράβι της γραμμής. Μόλις ανέβηκα στο κατάστρωμα κατάλαβα πως θα ταξίδευα χωρίς γνωστούς, κι αυτό με έκανε να νιώσω βολικά. Τα καράβια μέρες σαν κι αυτές τις πασχαλινές έχουν πολύ κόσμο, στριμωγμένοι οι επιβάτες ταξιδεύουν για ώρες ο ένας δίπλα στην ανάσα του άλλου. Μα το παλιό καράβι δεν είχε πολλή κίνηση. Σκόρπιοι άνθρωποι, μόνοι ή σε μικρές παρέες, δυο κουβέντες από δω κι από κει, δύσκολα άκουγες ελληνικά. Ένιωσα αληθινή βόλεψη στη σκέψη πως κανείς δε θα ασχολούνταν μαζί μου, κι έτσι πέρασα όλη τη νύχτα διαβάζοντας.

  Το πρωινό δροσερό, φωτεινό, καθαρό. Ο στενός δρόμος μπρος απ'το σπίτι γεμάτος σπουργίτια και κοτσύφια. Στο βάθος, η γαλανή γραμμή της θάλασσας πάνω απ'την πόλη. Το σπίτι μου..Το σπίτι μου;
  Η πιο έντονη στιγμή είναι όταν κατεβαίνει στο λαρύγγι η ξίνια της άγουρης μπουρνέλας. Στη σκέψη και μόνο του σφιχτού πράσινου καρπού, το στόμα γεμίζει ηδονικά με σάλια. Παλιά στο χωριό σκαρφαλώναμε στις κορομηλιές και τις γυμνώναμε ως εκεί που φτάναν τα παιδικά μας άκρα. Μάζευα στη μπλούζα μου όσες περισσότερες μπουρνέλες χωρούσαν, κι ύστερα έτρεχα να τις πλύνω και να τις φάω επιτόπου. Την κλεψιά ή την ευχαριστιέσαι λαίμαργα ή δεν την κάνεις καθόλου. Καλάθια ολόκληρα μπορούσα ν'αδειάσω μόνη μου. Τις μπουρνέλες που παίρναμε μαζί μας στην πόλη τις έτρωγα στο μπαλκονάκι μου, και τα κουκούτσια τα πέταγα κάτω στον κήπο με τη λαχτάρα πως κάποιο θα φύτρωνε και θα'χα τη δική μου μπουρνελιά.
  Η ανάμνηση είναι ο μισός δρόμος.
  Διαβάζω διψασμένα, κι όταν αφηρημένα βάζω ξανά το χέρι μου μέσα στο πήλινο μπωλ, οι μπουρνέλες έχουν τελειώσει. Κλείνω το βιβλίο, πάω στο μπαλκονάκι μου και ρίχνω τα κουκούτσια στον κήπο. Λες αυτή τη φορά να πιάσει;"



Σημείωση: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες. Διαβάστε. 

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Και πάει λέγοντας.

    Περισυλλογή. 
Κάθομαι μόνος και σκέφτομαι. Σκέψεις που προκύπτουν από την ήδη συσσωρευμένη εσωτερική πραγματικότητα, ή που προέρχονται από κάπου έξω.
  Δε βαριέμαι ποτέ. Η πλήξη είναι συστολή. Σπρώχνω τα τοιχώματα. 

  Ανοίγω χώρους μέσα στο κεφάλι μου και αποθηκεύω. Διευρύνομαι, εξαπλώνομαι. Μορφοποιώ έναν εαυτό εύπλαστο. Έναν εαυτό που δια-λύεται στην επαφή.
  Κάποτε αναρωτιέμαι αν αυτό είναι καλό ή κακό. Κι έπειτα αναρωτιέμαι τι σημαίνει καλό και κακό. Θα πρέπει να είμαι σταθερός χαρακτήρας; Τι σημαίνει σταθερός χαρακτήρας; Η διαρκής μεταβολή δεν είναι κι αυτή ένα είδος σταθερότητας, ένα είδος χαρακτήρα;
  Τα πάντα γύρω μου άκεντρα, ασταθή, επιρρεπή στη μεταβολή, συμβάσεις άγνωστης προέλευσης και επιταγής. Τα πράγματα δεν είναι κάπως από μόνα τους. 
  Γιατί να θέλω να είμαι σταθερός; Γιατί θα πρέπει να ξέρω τι θέλω, ή να θέλω κάτι συγκεκριμένο αντί να τα θέλω όλα ή να μη θέλω τίποτα;
  Σκέφτομαι. 
  Σκόρπιες σκέψεις τοποθετημένες σε ένα α-συνεχές. Θα πεθάνουμε ενώ σκεπτόμαστε, δε θα βάλουμε τελεία μέχρι να είμαστε πια νεκροί.
  Η ιστορία αυτή δε νοιάζεται να φτάσει σε κάποιο τέλος, γιατί δεν έχει τίποτα να πει. Γι'αυτό και η ανάρτηση αυτή, που δε θέλει τίποτα να πει, δεν νοιάζεται για το ποια θα είναι η τελευταία της λέξη.


Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Αντι-βίωση.

     Η νύχτα γι'αυτούς που ξενυχτούν κρατά πάντα πολύ και ποτέ αρκετά. Ο χρόνος αμβλύνεται, το φως και το σκοτάδι συγχέονται.
     Άνθρωποι περιφερόμενοι στους δρόμους, σε πλατείες, από σπίτι σε σπίτι, από μαγαζί σε μαγαζί. Νυχτερινοί περπατητές με την πόλη στα πόδια τους. Πίνουν, γελάνε, χορεύουν, περπατούν, πίνουν, πίνουν, χορεύουν, πίνουν... Τα σώματα λύνονται. Η μουσική τα παρασύρει, το αλκοόλ τα ζεσταίνει, το σκοτάδι τα ζαλίζει. Αλκοόλ και ιδρωμένα κορμιά που τυλίγονται στο χορό, που αγγίζονται, χαϊδεύονται, γοητεύονται, αγαπιούνται.
     Τη νύχτα γίνεσαι ίδιος με όλους. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το ποιος είσαι. Γίνεσαι απλά κάποιος. Άνθρωποι που δε φαντάζεσαι πως έχουν κάτι κοινό να πουν, συζητούν για ώρες, μοιράζονται τους εαυτούς τους σε μία λαϊκή των συναισθημάτων. Φιλοσοφούν, αγαπούν, απελπίζονται, τσακώνονται, πίνουν, χορεύουν, πίνουν... Όσο πιο γρήγορα παραδοθείς σε αυτό που νιώθεις, τόσο πιο έντονα περνά η νύχτα σου.
    Οι ξενύχτηδες δεν νοιάζονται για το αύριο, δεν ξέρουν τι σημαίνει. Δεν έχουν την ανάγκη να ασχοληθούν με κάτι που δεν υπάρχει ακόμα. Μπορεί να ξεχάσουν ένα μέρος της νυχτερινής τους περιπέτειας, όμως δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετράει είναι η νύχτα και η περιήγηση. Κάθε είδους περιήγηση.
    
Τους κοιτώ, περπατώ μαζί τους, πίνω από τα ποτήρια τους , χορεύω στους ρυθμούς τους. Όμως τα πόδια μου κουράζονται, το ποτό δε με πιάνει, ο χορός δε με ιδρώνει. Τους κοιτώ και νιώθω την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλον, την ειλικρινή συμπάθεια, τον έρωτα, βλέπω τη χαρά στα μεθυσμένα τους μάτια. Χαίρομαι γι'αυτούς, μα δε χαίρομαι όπως εκείνοι. Ευχαριστιέμαι να τους παρατηρώ, να μπλέκομαι στο πλήθος τους, όμως δεν παρασύρομαι όπως εκείνοι. Κι όταν πια βλέπω έξω στον συννεφιασμένο ουρανό το θαμπό φως της μέρας, για μένα η νύχτα έχει τελειώσει, κι έχει έρθει το αύριο, και δεν έχω καταφέρει να ξεχαστώ.
    "Άλλοι είχαν φανταστικούς φίλους, εγώ είχα φανταστική ζωή.", διάβασα όταν γύρισα σπίτι.

Πονάς αρκετά;

Αυτοχαστουκίζεσαι. 
Πονάς αρκετά; 
Δεν πονάς; Ξανά.
Μαγείρεψες νόστιμο φαϊ αλλά δεν μπορείς να φας, ο οργανισμός σου δεν το δέχεται. Θες να φας, όμως δεν μπορείς. 
Πονάς αρκετά;
Κλείνεις τα μάτια σου για να ξεκουραστείς κι αμέσως εμφανίζονται τέρατα, σώματα δέρνονται, κυλιούνται στη λάσπη, το πλήθος τρέχει, σε ποδοπατά. Ανοίγεις τα μάτια ιδρωμένος. 
Πονάς αρκετά;
Κάνεις ό,τι θα'κανες μια οποιαδήποτε μέρα, αλλά δε βλέπεις τίποτα όπως χθες. Έχουν αλλάξει οι διαστάσεις των πραγμάτων, η σύστασή τους, η απόστασή τους από'σένα. Πασχίζεις να τηρήσεις τη συνήθεια, μα η συνήθεια είναι ένα βήμα πιο πέρα από σένα. 
Πονάς αρκετά;
Οι λέξεις που χρησιμοποιείς, οι ίδιες που είπες και χθες, τώρα μοιάζουν κενές. Γράφεις, μιλάς, και δεν μπορείς να διαβάσεις ή να ακούσεις τι λες. Κι οι άλλοι σου αποκρίνονται, σου χαμογελούν. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι σου λένε. Σε κοροϊδεύουν; Δεν καταλαβαίνεις. 
Πονάς αρκετά;
Το σπίτι δεν ξέρεις ποιου είναι. Είναι το δικό σου; Κάποιου άλλου; Καμία οικειότητα. Προσπαθείς να θυμηθείς, πώς σε λένε; 
Κοιτάς στον καθρέπτη και βλέπεις το ίδιο πρόσωπο με χθες, μόνο που τώρα δε σε κοιτάζει πίσω.
Πονάς αρκετά; 

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Το αίμα του ποιητή. (Le sang d'un poète)

   Σήμερα το πρωί βρέθηκα να βλέπω ένα βίντεο με αποσπάσματα από την ταινία Le sang d'un poète , την παρθενική ταινία του Jean Cocteau, μέσω της οποίας είχα πριν καιρό κι εγώ με τη σειρά μου την παρθενική μου συνάντηση με τον Γάλλο αυτόν καλλιτέχνη. Η γρήγορη και ανάλαφρη ματιά που έριξα, αρχικά έχοντας σκοπό να μην "σπαταλήσω πολύ χρόνο" σε κάτι πέρα από το διάβασμα για τη σχολή, τελικά μου προκάλεσε μια βαθειά επιθυμία για ποίηση, που κάθε άλλο παρά σπατάλη χρόνου μπορεί να είναι.
   Άρχισα να σκέφτομαι ποια θα ήταν η κατάλληλη βιβλιογραφία στην οποία θα έπρεπε να ανατρέξω για πληροφορίες σχετικά με τον Jean Cocteau,το συνολικό έργο του, τη συγκεκριμένη ταινία, και το στιλ στο οποίο αυτή εντάσσεται, τον σουρεαλισμό/υπερρεαλισμό. Ωστόσο γρήγορα αισθάνθηκα πως βαδίζω σε λάθος δρόμο. 
   Ο τίτλος της ταινίας, ακόμα κι αν δεν την έχει δει κάποιος, προϊδεάζει για το περιεχόμενο και τους σκοπούς της. Η ποίηση είναι μια έννοια υπερκείμενη ,και θα έσφαλλε κανείς αν την ταύτιζε με ένα ορισμένο στιλ, εν προκειμένω με αυτό του σουρεαλισμού, που δεν είναι παρά ένας τρόπος προσέγγισής της. Έτσι λοιπόν θεωρώ ανώφελο να μιλήσουμε για την συγκεκριμένη ταινία με όρους που δεν ανταποκρίνονται σε όλο το φάσμα του φαινομένου της ποίησης. 
   Παρατηρούμε επίσης ότι ο τίτλος αναφέρεται συγκεκριμένα στον ποιητή, επομένως η ταινία δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με τον δημιουργό. Τέλος, ο τίτλος αναφέρεται στο αίμα του δημιουργού, στη θυσία και την ολοκληρωτική αφιέρωση του ποιητή στην Ποίηση, ως πρωτογενής ανάγκη για έκφραση που προκύπτει με διάφορους τρόπους από την ίδια την ανθρώπινη φύση. Διαπιστώνουμε εν ολίγοις ότι πρόκειται για μία ταινία ποιητικής, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο κάπως καταχρηστικά. 
   Η βιβλιογραφία σχετικά με τα ζητήματα αυτά είναι πλούσια, και θα απαιτούνταν πολύς χρόνος για ψάξιμο προκειμένου να αναφερθώ σε αυτά εδώ, πράγμα που αφενός είναι προκλητικά ενδιαφέρον και παραγωγικό, αφετέρου δεν εξυπηρετεί τη φλέγουσα ανάγκη μου να γράψω ένα σύντομο κείμενο με αφορμή Το αίμα του ποιητή , του Jean Cocteau. Σας παραπέμπω πάντως σε ένα διάλογο με τον ίδιο τον Jean Cocteau, ο οποίος αποτέλεσε και τη βασική πηγή των πληροφοριών μου: Ζαν Κοκτό, Ο κινηματογράφος της ποίησης, Συζήτηση με τον Αντρέ Φρενιό, 1986. (σσ. 31, 55-58, 66, 77, 95, 116)
    Για να είμαι ειλικρινής, το γεγονός ότι χρησιμοποιείται μια μορφή τέχνης για να γίνει αναφορά σε μία άλλη μορφή τέχνης, ήταν αυτό που εξαρχής με σαγήνευσε και με προκάλεσε να δω την ταινία. Είμαι της γνώμης ότι μπορεί κανείς να χαρακτηρίζεται με τον γενικό τίτλο του καλλιτέχνη μόνο εφόσον δεν περιορίζεται σε μία μονόπλευρη προσέγγιση της τέχνης, αλλά αναζητά την ποικιλότροπη έκφραση και δοκιμάζεται σε όλες τις μορφές τέχνης, ακόμα κι αν καταλήξει σε μία. Εξάλλου αν κάποιος ασχολείται αποκλειστικά με μία είναι αδύνατον να αντιληφθεί το εύρος των δυνατοτήτων και των συγκινήσεων που η τέχνη παρέχει στο σύνολό της, και επομένως περιορίζει ο ίδιος το εύρος και το βάθος της δικής του δημιουργίας.
   Όσον αφορά στο ρεύμα υπό το οποίο θα μπορούσαμε να αντικρίσουμε "Το αίμα του ποιητή", θεωρώ πως ακόμα κι αν πορσπεράσουμε τον υπερκειμενικό χαρακτήρα του θέματος που πραγματεύεται προκειμένου να εστιάσουμε στην τεχνοτροπία, θα πέσουμε και πάλι σε παγίδα. Η ταινία αυτή γυρίζεται το 1932, περίπου μια δεκαετία αφότου ο υπερρεαλισμός έχει μπει δυναμικά στον καλλιτεχνικό χώρο της Γαλλίας. Το ασυνεχές σε κάποιες περιπτώσεις που χαρακτηρίζει τις εικόνες της ταινίας, οι οποίες διαδέχονται η μία την άλλη φαινομενικά ασύνδετες, η έντονη αίσθηση του συμβολισμού και του αληθοφανούς αλλά μη λογικού-μη πραγματικού, η ονειρική διάσταση, είναι βεβαίως όλα στοιχεία που συνάδουν με τον φρέσκο (τότε) υπερρεαλισμό.  
   Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψιν και ορισμένα άλλα στοιχεία. Ο Jean Cocteau επιχειρεί για πρώτη φορά να εκφραστεί κινηματογραφικά, ερχόμενος από τον χώρο της ποίησης. Στο "αίμα του ποιητή" λοιπόν, ακολουθούμε την φιλόδοξη προσπάθεια ενός ποιητή, εντελώς άπειρου και άσχετου με την τέχνη του κινηματογράφου, να δώσει μια νέα μορφή σε όσα μέχρι πρότινος αποτύπωνε ως λέξεις στο χαρτί. 
   Ο ίδιος ο Cocteau αναφέρει ότι η ταινία του αυτή όχι απλώς δεν είναι υπερρεαλιστική, αλλά είναι και αντίθετη στην κίνηση του υπερρεαλισμού. Θεωρεί ότι "όλες οι ταινίες είναι ρεαλιστικές στο βαθμό που δείχνουν τα πράγματα αντί να τα υποδηλώνουν" και "το αίμα του ποιητή" , εφόσον πραγματεύεται την ποίηση, είναι αδύνατον να μην είναι ταινία ποιητική, ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι είναι υπερρεαλιστική. Τα ζητήματα εξάλλου που σχετίζονται με την ποίηση και με τον ποιητή, φτάνουν σε ένα επίπεδο που ξεπερνά το αντικειμενικό ή το ευκόλως εννοούμενο, οι εικόνες λοιπόν προσπαθούν να οπτικοποιήσουν κάτι που δεν μπορεί να οπτικοποιηθεί με τον τρόπο που στην εποχή του Cocteau θεωρούνταν ρεαλιστικός.
  Επίσης σε επόμενα έργα του, παρατηρείται η αναζήτηση του μυστηρίου μέσα από το συγκεκριμένο, με έναν τρόπο πιο ρεαλιστικό, ή με μια πιο λανθάνουσα τολμηρότητα. Ο Cocteau προτιμά λοιπόν τον όρο "φανταστικός ρεαλισμός", ή "ρεαλισμός του φανταστικού" και πιστεύει πως η απειρία του στην κινηματογραφία ήταν ένας ακόμη παράγοντας που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα, το οποίο μάλιστα  θεωρεί κάπως αδέξιο σε ορισμένα σημεία, παρά στοχευμένα αλλόκοτο. 
   Η απειρία είναι ένα ζήτημα που προσωπικά με έχει απασχολήσει αρκετά, δηλαδή το κατά πόσον η άγνοια της τεχνικής μπορεί να έχει αξιοπρόσεκτα, γιατί όχι και αξιόλογα καλλιτεχνικά αποτελέσματα.Ο Cocteau αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τα φαινομενικά λάθη ως προς την τεχνική είναι εκείνα που συχνά δημιουργούν νέες επινοήσεις, όπως συνέβη και στην περίπτωσή του, ωστόσο αυτές οι εκφάνσεις της ιδιοφυΐας δεν μπορούν να αποδοθούν καλλιτεχνικά με πληρότητα αν το εκάστοτε δημιούργημα δεν βασίζεται σε κάποιο "συντακτικό". Έτσι, το συμπέρασμα μάλλον είναι ότι δύσκολα κανείς μπορεί να μεγαλουργήσει αν δε γνωρίζει πώς θα το κάνει. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ο αυθορμητισμός και η φαντασία παραμερίζονται.
   Α.Φ: Εσύ όμως, έχεις καμιά ιδέα για το νόημα της ταινίας "Το αίμα του ποιητή" ;
   J.C: Οι σκέψεις μας παύουν να είναι ακριβώς δικές μας από τη στιγμή που τις έχουμε γράψει κάπου. Επιπλέον, ενώ εξακολουθούν να είναι απλώς σκέψεις, έχουν ήδη γίνει απλά φαντάσματα των πιστεύω μας. Τις γράφουμε κάπου για να τους δώσουμε μια σωματική εμφάνιση, ένα σώμα που να ανταποκρίνεται σ'αυτό που οι σκέψεις πράγματι είναι. Παρεμβαίνει το συντακτικό και επίσης η δημιουργική μανία που μας οδηγεί όλο και πιο μακρυά από αυτές καθώς προσπαθούμε να τις ωραιοποιήσουμε και να τους φτιάξουμε καλύτερο χαρακτήρα. Με λίγα λόγια τις προικίζουμε με μια δύναμη και με μια ύπαρξη που συχνά στρέφονται εναντίον μας. (σελ.57)
   Σε αυτό το απόσπασμα του βιβλίου (στο οποίο παραπάνω παρέπεμψα) , θεωρώ ότι δίνεται μια καλή περιγραφή για το περιεχόμενο της ταινίας και για ό,τι αυτή εκπροσωπεί. Είναι χρήσιμο να προσπαθούμε να αποκωδικοποιούμε και να κατανοούμε την τεχνική ενός καλλιτεχνικού οικοδομήματος, αλλά πρώτιστα οφείλουμε να το δούμε απροετοίμαστοι και απελευθερωμένοι από προκαταλήψεις, ώστε να κρίνουμε αρχικά το βασικότερο όλων: αν είναι όντως τέχνη, αν με κάποιο τρόπο μας συγκινεί. Το γιατί μας συγκινεί, είναι πιο δύσκολο να απαντηθεί, και χρειάζονται ατέλειωτες ώρες ανάλυσης, αποδόμησης και ερμηνείας. Ας μην παραμερίζουμε όμως την συγκίνηση που κάθε θεατής της τέχνης νιώθει, όταν δεν γνωρίζει αυτό το γιατί, χωρίς να πρέπει να νιώθει "ψαγμένος", "διαβασμένος" και "κουλτουριάρης". Σαν ένας θεατής των αρχαίων χρόνων που πήγαινε στο θέατρο για να παρακολουθήσει τους δραματικούς αγώνες.
  Η έμπνευση είναι αυτή κατά την οποία η ιδέα εισβάλλει μέσα μας, και η εκπνοή είναι αυτή κατά την οποία η ιδέα φεύγει από εμάς. Το έργο, προϋπάρχει εντός, ασαφές, υποσυνείδητο.Με την ευφυΐα το πλάθουμε και το εκβάλλουμε από μέσα μας. Η ποίηση είναι τρόπος για να ζει κανείς, γι'αυτό και κυλά μέσα στο "αίμα του ποιητή", στο αίμα του πρωταγωνιστή του Cocteau, που παρατηρεί ότι στο χέρι του βρίσκεται ένα στόμα ομιλόν, που το γέννησε ο ίδιος στο χαρτί, κι ύστερα αυτό κόλλησε στο χέρι του, στο στόμα του, στο στόμα ενός αγάλματος, εξαπλώθηκε έξω από τον ποιητή, βρήκε απροσδόκητους τρόπους να μιλήσει, αυτονομήθηκε.

 Δε μένει παρά να τη δείτε. Αν το κάνετε, σας εύχομαι καλή απόλαυση!









Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Καταραμένοι.

   Η μάνα γέννησε το παιδί της κι η κοιλιά της άδειασε. Τούτο το μωρό ήταν ο άνθρωπος, κείνος που μόλις μας αντίκρισε έκλαψε μ'ένα κλάμα φρικιαστικό.
Κι εμείς χαρήκαμε πως άνοιξαν τα πνευμόνια του. Μα το'ξερε, κι ας μην μπορούσε να το πει, πως φορτώθηκε ένα βάρος ασήκωτο, ένα βράχο κοφτερό. Το'ξερε, κι ας μην μπορούσε να το πει, γι'αυτό το'κλαιγε. 
Κι εμείς χαρήκαμε.
Δε βλέπαμε το αίμα που έλουζε τους ώμους του. Δε βλέπαμε.
   Η μάνα καταράστηκε το παιδί της να σκέφτεται πολύ, να'ναι σοφό, υπεύθυνο, να θέλει και να προσπαθεί. Κι εκείνο την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε: 
"Γιατί;"
Κι εκείνη αποκρίθηκε πως το αγαπά και θέλει το καλό του.
Ήξερε, κι έκλαιγε, και βόγκαγε φριχτά, κι ο βράχος του'σκιζε τους ώμους, κι η μάνα χαιρόταν πως το παιδί της έγινε σοφό.
   Δώρο θαρρεί πως του'δωσε τη ζωή, μα εκείνο ήξερε πως ήταν κατάρα. Τα δώρα δεν τα πληρώνεις, σκεφτόταν ανηφορίζοντας με το βράχο στους ώμους. Τούτο το δώρο το πληρώνεις. Κάθε ανάσα και θάνατος, κάθε γνώση κι αμφιβολία, κάθε απάντηση κι ερώτηση, κάθε βήμα μπρος και μια γωνία του βράχου κοφτερή.
   Κάθε εγώ και ματαιότητα.
   Τούτο το παιδί ήτανε σοφό, έβλεπε κείνα που οι άλλοι δεν μπορούσαν. Κι ήξερε πως κανείς δε ζει από μόνος του κι ας θέλει, μα οι άνθρωποι περιφέρουν τις αναμνήσεις τους, ζουν ο ένας τον άλλον για να περνά γλυκά ο καιρός, κι έτσι γελούν και ξεγελιούνται, χαίρονται και ξεχνούν.
Έβλεπε κι έκλαιγε. Μόνο πίσω δεν μπορούσε να κοιτάξει, μα το'ξερε, πως πίσω δεν ήταν τίποτα παρά το αίμα που έσταζε στο δρόμο.
  [...]
  Κι εμείς χαιρόμασταν. Το βλέπαμε και καμαρώναμε.


Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Τρώγοντας έρχεται η όρεξη;

  Σκίστηκε άλλο ένα χαρτάκι από το ημερολόγιο, και το επόμενο έγραψε Μάρτιος. Για πότε φεύγουν οι μήνες ούτε που το καταλαβαίνεις. Οι διακοπές, οι αργίες κι οι γιορτές, οι ιδιαίτερες περιστάσεις, ακόμα και τα σαββατοκύριακα, περνούν σαν όλες τις άλλες μέρες του χρόνου, δε διαρκούν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο. Καμιά φορά αναρωτιέσαι, πώς γίνεται όλος αυτός ο συσσωρευμένος χρόνος να μοιάζει λες και δεν τον έχεις ζήσει. Κάτι ολισθαίνει, τι να'ναι, η μνήμη, η σκέψη, η ζωή σου...
  Η καθημερινότητα απαιτεί από σένα να βάλεις μια τάξη σε όλα. Πότε θα ξυπνήσεις και πότε θα κοιμηθείς, πότε θα φας, πόσο χρόνο χρειάζεσαι για να πηγαινοέρχεσαι στα μαθήματά σου, πότε θα διαβάσεις, πότε θα βαρεθείς, πότε θα συναντήσεις τους ανθρώπους σου. Στο τέλος όλα είναι προδιαγεγραμμένα, προβλέψιμα και αναμενόμενα, όχι μόνο οι πράξεις και οι συνήθειες, αλλά και τα συναισθήματα, οι σκέψεις. Αρχίζεις να βολεύεσαι σ'αυτήν την επανάληψη, τόσο που όταν μικρές ατυχίες σου αλλάζουν το πρόγραμμα, αποδιοργανώνεσαι και δυσανασχετείς.
  Καμιά φορά αυτό που σε κάνει να νιώθεις άνετα είναι το ίδιο που σου προκαλεί ταραχή. Αναλογίζεσαι πόσα πράγματα έχεις πει πως "θα" κάνεις , και πόσα από αυτά έχεις κάνει. Η ζυγαριά γέρνει προς την πλευρά της απραξίας. Η καθημερινότητα είναι μια σταθερότητα, όμως όχι η σταθερότητα που τελικά ζητάς. Η καθημερινότητα είναι η σταθερότητα στην πλήξη και στην ανία, αφού σταδιακά τα πάντα γίνονται επίπεδα και άχρωμα, κι εσύ έχεις χάσει τη διάθεση ή έχεις ξεχάσει τον τρόπο να τα χρωματίζεις.
  Ωστόσο έρχονται ορισμένες στιγμές που δεν αντέχεις πια. Σιχαίνεσαι τον καναπέ, το κρεβάτι σου, τα λεωφορεία , τους δρόμους, τις συνελεύσεις, τους ανθρώπους, τον εαυτό σου. Θυμάσαι αμυδρά πως κάποτε τα έβλεπες όλα αλλιώς και νοσταλγείς τη χαρά και την ελαφρότητα που σε διέκρινε, γνωρίζεις όμως ότι δε θα τα ξαναζήσεις στην ίδια συχνότητα και ένταση. Το τίμημα της πνευματικής ανύψωσης. Όχι πως βρίσκεσαι σε κανένα σοβαρό ύψος, αλλά όλο και κάποιο σκαλοπατάκι θα'χεις ανέβει. Ας είσαι για κάτι περήφανος.
  Κοιτάζεις στον καθρέπτη και αντικρίζεις μια μορφή οικεία και ταυτόχρονα άγνωστη. Τα τελευταία χρόνια μεγαλώνεις πιο γρήγορα απ'όσο παλιότερα. Το μαρτυρά το σώμα , το βλέμμα, το συννεφάκι με τις σκέψεις πάνω από το κεφάλι σου. Οι ώμοι σου συνήθως βαρετά ριγμένοι , τα μάτια μονίμως κουρασμένα, το δέρμα ξερό και τα χείλη σκασμένα. Πόσο χρονών να είσαι άραγε...
  Έξω από τον καθρέπτη είναι πιο ήσυχα, επικεντρώνεσαι γύρω σου και ξεχνάς πώς μοιάζεις. Η πόλη όπου ζεις, αυτή που σε κουράζει, που σε αγχώνει, που σε ζαλίζει, είναι εκείνη που σε ηρεμεί όταν φορτώνεσαι τα βάρη της σκέψης σου. Σχεδιάζεις στο μυαλό σου διαδρομές, σκέφτεσαι τι θες να φωτογραφίσεις, να βιντεοσκοπήσεις, ακούς τους ήχους. Ξαφνικά αναζωπυρώνεται μέσα σου κάτι ακούραστο και ζωηρό, μια κινούσα αιτία. Θες να βγεις από το σπίτι σου και να κατακτήσεις τον κόσμο.
  Μάλλον πως η έμπνευση, η ανάγκη για δημιουργία, έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση όλη αυτήν την κατήφεια, την πλήξη και το ασήκωτο βάρος της ύπαρξης. Η έμπνευση είναι ένα μονοπάτι που αποκαλύπτεται όταν το έχεις πραγματικά ανάγκη, σε οδηγεί στην αυτοεκπλήρωση όταν τίποτα εξωτερικό δεν μπορεί να σε γεμίσει. Δεν ξεγελιέται από την γκρίνια και τη βαρεμάρα σου, περιμένει να πονέσεις πραγματικά για να σε λυτρώσει. Και για να πονέσεις πρέπει να έχεις γνώση. Γι'αυτό η έμπνευση αποφεύγει τους ακαμάτηδες.
  Μένουν άλλες εικοσιεννιά μέρες Μαρτίου. Πώς να τις περάσεις...