Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Το τέλος της εποχής.


   Η μέρα σήμερα κυλάει αργόσυρτα, και στο βάθος της ακούγεται σαν υπέρηχος ο Σεπτέμβρης. Εδώ που βρίσκομαι, το καλοκαίρι θα κρατήσει μέρες πολλές ακόμα. Το απογευματινό αεράκι πέφτει με τρυφερότητα στο μαυρισμένο δέρμα των παιδιών στον δρόμο κάτω από το σπίτι.
   Μέσα στο δωμάτιό μου τα πράγματα όλα τακτοποιημένα, το κρεβάτι, το γραφείο, τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης. Περιμένουν κι αυτά μαζί μου το λυτρωτικό Φθινόπωρο. Πρώτη φορά μετά από μερικά χρόνια, που το ξεκίνημα του Σεπτέμβρη θα με βρει εδώ μέσα. Είναι όλα ίδια κι όλα καινούρια, μόνο οι αριθμοί τρέχουν κυκλικά  στα (ημε)ρολόγια, σε σταθερή τροχιά γύρω από τις ζωές μας. Μέσα μου οι αριθμοί που προσδιορίζουν την πορεία μου μοιάζουν με έναν σειριακό κωδικό που δεν έχω λύσει ακόμα. Ωστόσο βαδίζω με προθυμία και με κάποια αλλόκοτη βεβαιότητα από το ένα ψηφίο στο επόμενο, φορτώνοντας στους σπονδύλους μου ένα ένα τα προηγούμενα και καρτερώντας με ενθουσιασμό τα επόμενα.
  -Ίσως εδώ να μάθετε πράγματα που θα σας βάλουν σε δρόμους τους οποίους δε γνωρίζετε μέχρι σήμερα. Είστε προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο;
  -Αν δεν ήμουν, δε θα βρισκόμουν εδώ τώρα.
   Μέγιστο ψέμα. Πώς κανείς προετοιμάζεται για κάτι άγνωστο; Η δίψα δεν είναι καμία σοβαρή προετοιμασία, είναι μόνο η κινούσα αιτία, ένα πρωτόγονο ένστικτο που σε κλωτσάει για να πέσεις από τη φωλιά. Ο μόνος που θα σε βοηθήσει να προχωρήσεις είναι ο φόβος. Όσοι φοβούνται ψάχνουν τρόπους για να επιβιώσουν. Το θηρίο θα καταπιεί πρώτους τους αφελείς που θα υπερεκτιμήσουν τις δυνάμεις τους απέναντί του.
   Έτσι λοιπόν φεύγει απόψε ο Αύγουστος για να δώσει τη θέση του στον Σεπτέμβρη.
   Είθε να φοβηθώ όσο χρειάζεται για να αποκτήσω τη γνώση που θα μου επιτρέψει να πετάξω.
   Καλό Φθινόπωρο, φίλοι.




Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Απορία. (Μικρά, αφελή στιχουργήματα VΙ)

Αν κάνεις κάτι το ξεχωριστό κάθε μέρα,
γίνεται η κάθε μέρα σου ξεχωριστή,
ή το ξεχωριστό γίνεται καθημερινό
ώσπου παύει να'χει αξία;

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Δύο και δεκαεπτά.

   Στέκομαι στη μέση της πλατείας. Μπροστά μου το στρογγυλό συντριβάνι και πίσω στο φόντο, πέρα από τα σκαλιά, υψώνεται το μεγάλο κτίριο φωτισμένο, μεγαλόπρεπο κάτω από τον σκοτεινό ουρανό. Γύρω δέντρα και στο γρασίδι ξαπλωμένα δυο τρία αδέσποτα σκυλιά. Σε κάποιο απομακρυσμένο παγκάκι ένας άστεγος άνδρας.
   Το τοπίο καθαρό. Ο ήχος από το νερό που ανακυκλώνεται στο συντριβάνι και στο βάθος ο απόηχος κάποιου περαστικού οχήματος είναι η μόνη συντροφιά μου στην αναμονή. Κοιτάζω το ρολόι στο δεξί μου χέρι. Δύο και πέντε. Μένουν μερικά λεπτά. Όλα βαίνουν ορθώς. Ήσυχα και προβλεπόμενα. 
   Μία σταγόνα γλείφει καθοδικά το μέτωπό μου ώσπου φτάνει δίπλα στο πυκνό φρύδι και τότε πέφτει αθόρυβα πάνω στο ζεστό μάρμαρο. Ο καύσωνας του δεκαπενταύγουστου είναι η ιδανικότερη συνθήκη και ταυτόχρονα ο πιο αμείλικτος αντίπαλος της περίστασης. Στέκομαι στη μέση της πλατείας. Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται πολύ αργά, ακριβώς όπως πρέπει. Ακριβώς όπως προέβλεψε η φυσική. Κοιτάζω τον ουρανό. Πάνω από τις φλέβες ο ιδρώτας. Μέσα τους το αίμα. Πιο ζεστό από τριάντα επτά βαθμούς κελσίου, κι όμως πιο ψυχρό από το οξυγόνο που εισπνέω. Ο ουρανός έχει το συνηθισμένο θολό χρώμα του. Κάτι ανάμεσα σε βαθύ κενό και αποπνιχτικό καυσαέριο. 
   Ακούγεται περπάτημα. Σαστίζω. Ένας νεαρός άνδρας με σορτς και σαγιονάρες διασχίζει την πλατεία σφυρίζοντας, αδιαφορώντας παντελώς για την παρουσία μου. Με προσπερνάει και με βήμα συρτό φτάνει ως την είσοδο του μετρό, από όπου χάνεται κατεβαίνοντας τα σκαλιά.
  Έχω χρόνο για ένα τσιγάρο, σκέφτομαι. Ψάχνω στην τσέπη μου το πακέτο. Έχει μείνει ένα τελευταίο. Αυτό θα πει συγχρονισμός. 
  Ανάβω το τσιγάρο. Ο αναπτήρας γλιστράει και πέφτει στο πάτωμα. Ο θόρυβος ξυπνάει ένα από τα αδέσποτα σκυλιά. Ένα μεγαλόσωμο σκυλί με μαύρο τρίχωμα σηκώνει το αφτιά του και γυρίζει τη μουσούδα του προς το μέρος μου. Τα μάτια του γυαλίζουν στο σκοτάδι. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα έχει γείρει ξανά στο γρασίδι κι η κοιλιά του ανεβοκατεβαίνει αργά και ρυθμικά. 
  Αργά και ρυθμικά μπαινοβγαίνει κι ο καπνός στα πνευμόνια μου. Αργά και ρυθμικά μετακινούνται οι λεπτοδείκτες προς τον επιθυμητό αριθμό. 
   Τα γυαλιά μου γλιστρούν πάνω στην ιδρωμένη μύτη μου. Τα βγάζω και τα κρατάω στην παλάμη μου. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω κάτι άλλο να δω. Την πλατεία την έχω απομνημονεύσει στο μυαλό μου πιθαμή προς πιθαμή. Ατελείωτες ώρες έχω σταθεί σε τούτο και σε κείνο το σημείο, υπολογίζοντας ξανά και ξανά τις διαστάσεις, τις αποστάσεις, την προοπτική. Σκηνοθετικά είμαι εντάξει. 
   Δύο και δεκαπέντε. Πετάω το τσιγάρο στο πάτωμα και το σβήνω με το παπούτσι. Ύστερα βγάζω το παπούτσι και το αφήνω δίπλα στη γόπα. Δίπλα το δεύτερο παπούτσι. Ακουμπώ κοντά τους τα γυαλιά μου. Κοιτάζω γύρω, κανείς. Από τον σταθμό του μετρό ακούγεται φασαρία. Ο τελευταίος συρμός έφτασε. Βγάζω το παντελόνι μου, το διπλώνω και το αφήνω πλάι στα παπούτσια. Πάνω του ακουμπάω την μπλούζα μου. Και πάνω στην μπλούζα το ιδρωμένο μου εσώρουχο.
  Από τον σταθμό ηχούν εύθυμες φωνές και ασυγχρόνιστα βήματα. Περπατάω ως το συντριβάνι. Βουτάω το χέρι μου στο νερό και ψάχνω. 
   Χαίρομαι που είσαι ακόμα εδώ. 
Οι τελευταίοι επιβάτες του τρένου ανεβαίνουν τώρα τα σκαλοπάτια. Μπαίνω στο συντριβάνι. Το νερό φτάνει κρύο ως τους μηρούς μου. Αληθινή ευτυχία. Κοιτάζω το ρολόι. Δύο και δεκαέξι. Όχι ακόμα. Ακούω γέλια. Μακρυά δεν μπορώ να δω καθαρά. Είναι γέλιο γυναικείο. Ωραία. Διακρίνω τρεις σκοτεινές σιλουέτες. Ακούω κοφτούς και ασυντόνιστους ήχους τακουνιών. Είναι απέναντί μου.
Κοιτάζω το ρολόι. Τώρα.
  "Καλό καλοκαίρι, κορίτσια!",φωνάζω. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ τόσο εύθυμη τη φωνή μου.
Βάζω το χέρι μου στην άκρη του λαιμού και χαράζω μια ευθεία γραμμή. 
Είμαι μέσα στο κρύο νερό. Είμαι κάτω από το αίμα μου. 
Είναι δύο και δεκαεπτά.
Ήταν δύο και δεκαεπτά. 
   

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

έψιλον

Στη ραδιενεργή προέκταση των χεριών
οι λέξεις μεταφέρονται
άσσοι και μηδενικά
με ευκολία που τσακίζει τον πόνο.
Το έψιλον
κι ύστερα το γάμα
κι ύστερα το ωμέγα,

γράψε σκίσε γράψε σκίσε.

Το αίμα κουβαλάει κύτταρα περίσσια.
Οι λέξεις υγρές και φλύαρες
τρέχουν χωρίς σκοπό
σε άσπρες οθόνες.
Οι λέξεις στους τοίχους
έχουν μια σταθερότητα,
μέχρι να περάσει από πάνω τους
το καυσαέριο κι ο μπογιατζής.

σκύψε σκάψε σκύψε σκάψε


Ανοίγω τρύπα στο χώμα
γυρίζω πίσω στο δώμα
όπου ανήκει το σώμα
κι όταν περάσει το κώμα
αν κρατηθώ λίγο ακόμα
θ'ανοίξω πάλι το στόμα,

σκέψου μίλα σκέψου σώπα.









Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

23

Το όνομά μου μια τυχαία ειρωνεία.
Το σώμα μου ένα πρόχειρο στέγαστρο. 
Η ηλικία μου ένας μεταβαλλόμενος αριθμός.
Η ζωή μου κάτι παλμοί πλην μία αιωνιότητα.
Οι σκέψεις μου ασυνεχείς μες στη συνέχειά τους.
Η μνήμη μου αυτόνομη, στυγνή. 


Να θυμηθώ μόνο να μη χαριστώ απλόχερα.
Γιατί δεν εκτιμάται ως θα'πρεπε το χαριζόμενο,
μα εκτιμάται, οπωσδήποτε, το κερδισμένο.