Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Για το παπαγαλάκι μου

  Δεν μου κολλούσε ύπνος. Άλλη μια βασανιστική νύχτα. Και τι μου'φταιγε εκείνο το έρμο το παπαγαλάκι να μένει ξύπνιο μέσα σ'ένα καπνισμένο δωμάτιο. Πού και πού το χάζευα αφηρημένη, μου γύρναγε κείνο την πλάτη σαν να μου'λεγε "άσε μας κι εσύ καημένη, όλο προβλήματα είσαι τάχα μου"...
  Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία. Όλη μέρα κουρασμένη, και το βράδυ αϋπνία. Μια φορά στην ώρα μου να μην κοιμηθώ. Να ξυπνήσω σαν άνθρωπος το πρωί, να πιω έναν καφέ, να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου...Σα φάντασμα σηκωνόμουν με το ζόρι απ' το κρεβάτι, φόραγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου κι έφευγα. Κυνηγημένη.
  "Τάχα μου"...Και μου γύρναγε 'κείνο την πλάτη περιφρονητικά.
  Κι έξω βροντούσε κι άστραφτε, μέσα άπνοια και ζέστη. Πνιγόμουν, μα σαν να το'θελα κάπου στο βάθος. Ο καναπές ήταν αναπαυτικός. Μουσική, κανα δυο τσιγάρα, λίγο νερό, κι ήμουν εντάξει. Δε χρειάζονται πολλά για να ζήσεις κάτι τέτοιες καταστάσεις. Αρκεί να νιώσεις άνετα με την ιδέα ότι ο ανήσυχος νους σου δε σκοπεύει να πάψει την ανησυχία του.
  Κι οι νύχτες κυλούσαν αργά μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο, κι οι μουσικές αιωρούνταν κοντά στο ταβάνι, στα σύννεφα καπνού που φορτωμένα με τις βαριές μου ανάσες έβρεχαν κάποτε ξανά επάνω μου τη θλίψη. Κι οι σκέψεις αργά και κυκλικά ανέβαιναν κι εκείνες στο ταβάνι, κι εγώ χάζευα τα σχήματα που γεννιούνταν, άλλα θολά, άλλα ευδιάκριτα, κάπου ανάμεσα σα να φαινόταν κι η αντανάκλασή μου. Κι όταν κάπου κάπου η μουσική δυνάμωνε, ξυπνούσε το παπαγαλάκι κι άρχιζε να τσιρίζει εμμονικά. Κι ύστερα η μουσική ηρεμούσε, και κείνο μ'άφηνε πάλι μόνη.
  Ο ύπνος ερχόταν αργοπορημένος, κουραστικός κι αυτός όπως όλα. Γεμάτος αλλόκοτα όνειρα, κουνούπια, ζέστη, κρύο, δίψα. Καμιά φορά ξυπνούσα μες στο χάραμα, κοιτούσα το ρολόι, κι ανακουφισμένη που είχα μια δυο ώρες ακόμη, έπεφτα ξανά να κοιμηθώ. Και τότε κοιμόμουν πραγματικά. Χωρίς όνειρα, χωρίς έγνοιες.