Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Χειμάρροος νάρκη.

  Ο άνεμος  εισβάλλει στο σπίτι. Κουνά την κουρτίνα πίσω απ'το κλεισμένο παραθυρόφυλλο, χτυπά με δύναμη κι ανοίγει την πόρτα που δε σφαλίσαμε. Η βροχή πλημμυρίζει τα μπαλκόνια. Το νερό ξεχειλίζει από τις γλάστρες, πέφτει στ'απλωμένα ρούχα, τρυπώνει απ'την εξώπορτα, υγραίνει το χαλί. Το κρύο τρυπάει τις κουβέρτες, χώνεται κάτω απ'τα σεντόνια, μπαίνει απρόσκλητο στον ύπνο και τον ταράζει.
  Κι όμως το ξύπνημα αργεί. Κανένας θόρυβος, κανένας άνεμος, κανένας κεραυνός δεν έχει ακόμη καταφέρει να μας βγάλει από τούτο τον εφιάλτη.

  Ο χειμώνας τη βρήκε στο κρεβάτι. Είχε ξαπλώσει νωρίς, πριν το ρολόι σταματήσει να χτυπάει. Κανείς πια δε γνωρίζει πόσος καιρός έχει περάσει, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει.
  Τα φρύδια της ακίνητα,σφιγμένα πάνω απ'τα κλειστά της βλέφαρα. Τα λιγοστά μαλλιά της δε διακρίνει κανείς αν κρατιούνται στο κεφάλι της ή αν έχουν πέσει απαλά στο μαξιλάρι. Τα χείλη της μια λεπτή σφιχτόδετη γραμμή που σκίζει στα δύο το χλωμό δέρμα του προσώπου. Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς την ηλικία της. Ξαπλωμένη ανάσκελα στο διπλό ξύλινο κρεβάτι, χωμένη μέσα στα λευκά παπλώματα με τα ζωγραφισμένα κίτρινα μικρά ανθάκια, μοιάζει να αναπαύεται σε μια άνοιξη ατέλειωτη, σε μια γαλήνη πολύ μακρινή από την καταιγίδα που μαίνεται έξω απ'το υπνοδωμάτιο.
  Οι ανάσες της είναι τόσο αργές και αθόρυβες που μοιάζει να μην αναπνέει. Όμως ο αέρας εισέρχεται ρυθμικά στα πνευμόνια της, κι οι κινήσεις του οξυγόνου συγχρονίζονται με τους ήρεμους και σταθερούς παλμούς της καρδιάς της.
  Το χρώμα των ματιών της προδίδει μόνο μια παλιά της φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο δίπλα από το σταματημένο ρολόι. Ίσως οι δείκτες να σταμάτησαν σ'εκείνη την αφοπλιστική εικόνα της νεότητας που απολαμβάνει τον ήλιο καθισμένη στον κήπο του σπιτιού. Στο ξύλινο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι ένα ποτήρι με ελάχιστο κιτρινισμένο νερό, και δίπλα στο ποτήρι αφημένη μια ξερή καμέλια.
  Από την πόρτα του δωματίου λείπει το πόμολο. Το είχε βγάλει εκείνη πριν ξαπλώσει. Είχε εξάλλου ζητήσει να μην την ενοχλήσει κανείς.

  Η βροχή άρχισε νωρίς το πρωί. Τώρα χτυπά ασταμάτητα το τζάμι με μανία. Το νερό κυλά κάτω από το σάπιο ξύλο της μπαλκονόπορτας, απλώνεται στο κρύο πάτωμα του δωματίου. Ο άνεμος σφυρίζει καθώς εισβάλει από κάθε χαραμάδα. Το φως λιγοστεύει. Οι κεραυνοί προσφέρουν τη στιγμιαία λάμψη τους στο σκοτεινό τοπίο, ύστερα η γη τραντάζεται, τρέμει η φωτογραφία στον τοίχο. Το ρολόι πέφτει στο βρεγμένο μάρμαρο και διαλύεται.
  Κι εκείνη συνεχίζει τον ατάραχο ύπνο της. Και το νερό της βροχής ρέει κάτω απ'το κρεβάτι της, μουσκεύει τις κουρτίνες, τις βελούδινες παντόφλες της, τη μεταξωτή ρόμπα της που ακουμπά στην άκρη του κρεβατιού, τα δαντελένια τελειώματα του παπλώματος. Τα πέταλα της μαραμένης καμέλιας σκορπίζονται. Άλλα πέφτουν στο νερό, άλλα στα μαλλιά της. Ένα ακουμπά στα χείλη της.
  Λάτρευε τα λουλούδια από μικρή. Ήξερε ποια ανθίζουν σε κάθε εποχή του χρόνου, περιποιόταν με σχολαστικότητα τον κήπο που απλωνόταν μπροστά από το σπίτι. Μάζευε τα άνθη λίγο πριν μαραθούν και τα έκλεινε σε γυάλινα βάζα. Αμέτρητα βάζα με κάθε λογής άνθη και χρώματα βρίσκονταν σε όλους τους χώρους του σπιτιού. Τα περισσότερα ήταν φυλαγμένα σε ένα δωμάτιο που είχε μόνη της διαμορφώσει για τον σκοπό αυτό. Εκείνα όμως που θεωρούσε ομορφότερα κοσμούσαν το καθιστικό και την τραπεζαρία, ενώ τα πιο αγαπημένα της ήταν τοποθετημένα με αμέριστη προσοχή και τάξη πάνω στο τζάκι που βρισκόταν απέναντι από το κρεβάτι της και το οποίο δεν είχε ανάψει ποτέ.

  Κάποιος χτυπά με δύναμη την πόρτα του δωματίου. Όμως ο ύπνος της συνεχίζεται ατάραχος. Η πόρτα ξαναχτυπά. Μια αγωνιώδης φωνή την καλεί. "Ξύπνα! Ξύπνα!" , της φωνάζει. "Ξύπνα κορίτσι μου, σε ικετεύω!".  Εκείνη διατηρεί την ακινησία της. Με το πέταλο της καμέλιας ακουμπισμένο στα χείλη της μοιάζει να'χει πια ό,τι χρειάζεται για να υποδεχτεί την νύχτα.
  Ο χειμώνας είναι αποφασισμένος να κυριεύσει το δωμάτιο. Τίποτα δε μοιάζει ικανό να τον σταματήσει. Ένας βρόχινος καταρράκτης περνά μέσα από την καμινάδα και χύνεται από το τζάκι μπρος στα πόδια της, κάτω από το κρεβάτι της. Ο άνεμος σφυρίζει εμμονικά, παρασύρει ξερά φύλλα, τα κολλάει πάνω στο τζάμι. Η φωνή έξω από το δωμάτιο δυναμώνει: "Ξύπνα!". Κάποιος προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα, όμως το πόμολο λείπει. Και τότε μια αστραπή λούζει με φως κατάλευκο κάθε κρυφή γωνιά του δωματίου, πέφτει πάνω στο κοιμισμένο πρόσωπο κάνοντάς το να μοιάζει με πρόσωπο αγάλματος αρχαίας κόρης. Τα μαλλιά της λάμπουν ολόχρυσα. Κι ύστερα το φως εξαφανίζεται. Για μιαν ατέλειωτη στιγμή το δωμάτιο βυθίζεται σ'ένα πηχτό σκοτάδι, σε μιαν εκκωφαντική σιωπή.
  Ο  κεραυνός έπεσε νικητής στον κήπο του σπιτιού. Τα φύλλα της μπαλκονόπορτας ανοίγουν διάπλατα, κι η καταιγίδα θριαμβεύτρια γεμίζει τον χώρο. Η βροχή ορμητική πλημμυρίζει το δωμάτιο, κι ο αέρας ρίχνει τα βάζα από το τζάκι. Αμέτρητα πολύχρωμα πέταλα σκορπίζονται παντού, πάνω στα έπιπλα, στους τοίχους, πέφτουν στο νερό που πια βρίσκεται στο ύψος του κρεβατιού.
  Κι εκείνη, ήρεμη ανάμεσα στα σκόρπια πέταλα των αγαπημένων της λουλουδιών, επιπλέει κοιμισμένη. Τίποτα δεν μπορεί να την ταράξει, τίποτα δεν μπορεί να την ξυπνήσει. Έχει όσα πάντα επιθυμούσε.
  

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Για το παπαγαλάκι μου

  Δεν μου κολλούσε ύπνος. Άλλη μια βασανιστική νύχτα. Και τι μου'φταιγε εκείνο το έρμο το παπαγαλάκι να μένει ξύπνιο μέσα σ'ένα καπνισμένο δωμάτιο. Πού και πού το χάζευα αφηρημένη, μου γύρναγε κείνο την πλάτη σαν να μου'λεγε "άσε μας κι εσύ καημένη, όλο προβλήματα είσαι τάχα μου"...
  Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία. Όλη μέρα κουρασμένη, και το βράδυ αϋπνία. Μια φορά στην ώρα μου να μην κοιμηθώ. Να ξυπνήσω σαν άνθρωπος το πρωί, να πιω έναν καφέ, να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου...Σα φάντασμα σηκωνόμουν με το ζόρι απ' το κρεβάτι, φόραγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου κι έφευγα. Κυνηγημένη.
  "Τάχα μου"...Και μου γύρναγε 'κείνο την πλάτη περιφρονητικά.
  Κι έξω βροντούσε κι άστραφτε, μέσα άπνοια και ζέστη. Πνιγόμουν, μα σαν να το'θελα κάπου στο βάθος. Ο καναπές ήταν αναπαυτικός. Μουσική, κανα δυο τσιγάρα, λίγο νερό, κι ήμουν εντάξει. Δε χρειάζονται πολλά για να ζήσεις κάτι τέτοιες καταστάσεις. Αρκεί να νιώσεις άνετα με την ιδέα ότι ο ανήσυχος νους σου δε σκοπεύει να πάψει την ανησυχία του.
  Κι οι νύχτες κυλούσαν αργά μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο, κι οι μουσικές αιωρούνταν κοντά στο ταβάνι, στα σύννεφα καπνού που φορτωμένα με τις βαριές μου ανάσες έβρεχαν κάποτε ξανά επάνω μου τη θλίψη. Κι οι σκέψεις αργά και κυκλικά ανέβαιναν κι εκείνες στο ταβάνι, κι εγώ χάζευα τα σχήματα που γεννιούνταν, άλλα θολά, άλλα ευδιάκριτα, κάπου ανάμεσα σα να φαινόταν κι η αντανάκλασή μου. Κι όταν κάπου κάπου η μουσική δυνάμωνε, ξυπνούσε το παπαγαλάκι κι άρχιζε να τσιρίζει εμμονικά. Κι ύστερα η μουσική ηρεμούσε, και κείνο μ'άφηνε πάλι μόνη.
  Ο ύπνος ερχόταν αργοπορημένος, κουραστικός κι αυτός όπως όλα. Γεμάτος αλλόκοτα όνειρα, κουνούπια, ζέστη, κρύο, δίψα. Καμιά φορά ξυπνούσα μες στο χάραμα, κοιτούσα το ρολόι, κι ανακουφισμένη που είχα μια δυο ώρες ακόμη, έπεφτα ξανά να κοιμηθώ. Και τότε κοιμόμουν πραγματικά. Χωρίς όνειρα, χωρίς έγνοιες.
  

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Πρωτοβρόχια

Ήρθε μας το Φθινόπωρο,
ρίχνει ο ουρανός νεράκι
το χώμα λάσπη γίνεται
χείμαρρος το αυλάκι.

Δροσίζονται τα σπιτικά
τα δέντρα ξεδιψούνε
σφαλίζουν τα παράθυρα
κι οι τζίτζικες σιωπούνε.

Νωρίς η νύχτα απλώνεται
νικά το φως της μέρας,
μα την τσακίζουν αστραπές
την κατατρέχει αέρας.

Τραντάζει η γη με κεραυνούς,
τα σύννεφα βροντούνε.
Απόψε οι άστεγες ψυχές
πούθε να κοιμηθούνε;

Να φάνε πού θα βρουν φαϊ
που φθίνουν οι οπώρες;
Ν'αργούσε ο Σεπτέμβριος
να φέρει τέτοιες μπόρες...












Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ερώτηση κρίσης (Μικρά, αφελή στιχουργήματα V)

  Δεν πιστεύω μονάχα όσα λέω.
  Πιστεύω κι άλλα, κι ας μην τα λέω.
  Δεν πιστεύω όλα όσα ακούω,
  μα απ'όσα ακούω περισσότερα ξέρω.
  Κι από όσα βλέπω
  -ή θες να βλέπω-
  καταλαβαίνω πιο πολλά.
  Έχω μονάχα ένα συνήθειο-
  όσα μαθαίνω ν'αμφισβητώ.
  Και διερωτώμαι:
  "Μην...απατώμαι;"
  Και τότε βρίσκομαι στο κενό.

Ανόητοι

  Τον ήσυχο άνθρωπο δε φοβούνται μόνο οι ανόητοι.
  Κείνοι που νομίζουν πως δε μιλά γιατί τάχα δεν ξέρει.
  Που θαρρούν πως κι αν ξέρει δε θα μιλήσει.

  Μάθετε πως ο ήσυχος άνθρωπος ξέρει περισσότερα απ'όσα νομίζετε.
  Πως δε μιλά , όχι από δειλία,
  μα γιατί έχει μάθει να ζυγίζει τη σιωπή και να τη χρησιμοποιεί σωστά.

  Την ηθική την προσαρμόζουν καθώς φαίνεται οι άνθρωποι
  στα μέτρα και στις συνήθειες τις προσφιλείς τους.
  Μα η σιωπή είναι ηθική, αν καταφέρεις να τη διαφυλάξεις.

  Τον ήσυχο άνθρωπο να φοβάστε, ανόητοι.






Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Δύσκολη νύχτα.

Σαν μύγες τριγυρνάνε στο δωμάτιο
σαν κάθομαι στο ξύλινο γραφείο
οι λέξεις. Γυροφέρνουν το κεφάλι
σύννεφο που βουίζει ζαλισμένο.

Απάνω στα χαρτιά μου το μολύβι
τις νύχτες που εργάστηκε σα γρύλος,
είν' άγνωστος απόψε κι όχι φίλος,
της ποίησης το ρυθμό να μου κρατήσει.

Κι η νύχτα πόσο γρήγορα διαβαίνει!
Κι ο νους μου τι σβηστός που είναι και κρύος!
Απ'το κεφάλι μάκρυναν οι λέξεις,
στη λάμπα γύρω από ώρα φέρνουν κύκλους.





Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Μάρτης

Πόση βροχή! Όση βροχή κι αν ρίξεις Μάρτη
τούτων εδώ τις αμαρτίες δεν ξεπλένεις.
Τη στενoχώρια μας την τόση δε μαραίνεις
όσο νερό... Πόσο νερό θα βρέξεις γδάρτη;

Στης πόλης τρέχουν τους πλημμυρισμένους δρόμους
θαρρείς κι ειν'άγνωστος ο πόνος μεταξύ τους.
Μα κοντοστέκονται και ξύνουν την πληγή τους
σαν καθυστέρηση τους βρει στον πηγαιμό τους.

Πόσα λεπτά θέλει για να'ρθει το μετρό τους;
Άραγε σήμερα θα μπει η αμοιβή τους;
Κι είναι στ'αλήθεια η έγνοια αυτή η πιο μικρή τους,
πόση βροχή θα ρίξεις Μάρτη στο παλτό τους.

Δεν είναι χτύπημα υγρό πάνω στους ώμους
να τους ξυπνά. Κοιμούνται στο δεξί πλευρό τους.
Έχουνε ήρεμη λεν' τη συνείδησή τους,
με περηφάνια περιφέρουν τη σωρό τους.

Την ξηρασία πεθυμούν του Ιουλίου,
την απραξία αγαπούνε του Αυγούστου,
για τη βροχή σου, Μάρτη, τόσο αδιαφορούνε!
Πόσο νερό θα κλάψεις πια; Δε σε ακούνε!