Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Δύο και δεκαεπτά.

   Στέκομαι στη μέση της πλατείας. Μπροστά μου το στρογγυλό συντριβάνι και πίσω στο φόντο, πέρα από τα σκαλιά, υψώνεται το μεγάλο κτίριο φωτισμένο, μεγαλόπρεπο κάτω από τον σκοτεινό ουρανό. Γύρω δέντρα και στο γρασίδι ξαπλωμένα δυο τρία αδέσποτα σκυλιά. Σε κάποιο απομακρυσμένο παγκάκι ένας άστεγος άνδρας.
   Το τοπίο καθαρό. Ο ήχος από το νερό που ανακυκλώνεται στο συντριβάνι και στο βάθος ο απόηχος κάποιου περαστικού οχήματος είναι η μόνη συντροφιά μου στην αναμονή. Κοιτάζω το ρολόι στο δεξί μου χέρι. Δύο και πέντε. Μένουν μερικά λεπτά. Όλα βαίνουν ορθώς. Ήσυχα και προβλεπόμενα. 
   Μία σταγόνα γλείφει καθοδικά το μέτωπό μου ώσπου φτάνει δίπλα στο πυκνό φρύδι και τότε πέφτει αθόρυβα πάνω στο ζεστό μάρμαρο. Ο καύσωνας του δεκαπενταύγουστου είναι η ιδανικότερη συνθήκη και ταυτόχρονα ο πιο αμείλικτος αντίπαλος της περίστασης. Στέκομαι στη μέση της πλατείας. Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται πολύ αργά, ακριβώς όπως πρέπει. Ακριβώς όπως προέβλεψε η φυσική. Κοιτάζω τον ουρανό. Πάνω από τις φλέβες ο ιδρώτας. Μέσα τους το αίμα. Πιο ζεστό από τριάντα επτά βαθμούς κελσίου, κι όμως πιο ψυχρό από το οξυγόνο που εισπνέω. Ο ουρανός έχει το συνηθισμένο θολό χρώμα του. Κάτι ανάμεσα σε βαθύ κενό και αποπνιχτικό καυσαέριο. 
   Ακούγεται περπάτημα. Σαστίζω. Ένας νεαρός άνδρας με σορτς και σαγιονάρες διασχίζει την πλατεία σφυρίζοντας, αδιαφορώντας παντελώς για την παρουσία μου. Με προσπερνάει και με βήμα συρτό φτάνει ως την είσοδο του μετρό, από όπου χάνεται κατεβαίνοντας τα σκαλιά.
  Έχω χρόνο για ένα τσιγάρο, σκέφτομαι. Ψάχνω στην τσέπη μου το πακέτο. Έχει μείνει ένα τελευταίο. Αυτό θα πει συγχρονισμός. 
  Ανάβω το τσιγάρο. Ο αναπτήρας γλιστράει και πέφτει στο πάτωμα. Ο θόρυβος ξυπνάει ένα από τα αδέσποτα σκυλιά. Ένα μεγαλόσωμο σκυλί με μαύρο τρίχωμα σηκώνει το αφτιά του και γυρίζει τη μουσούδα του προς το μέρος μου. Τα μάτια του γυαλίζουν στο σκοτάδι. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα έχει γείρει ξανά στο γρασίδι κι η κοιλιά του ανεβοκατεβαίνει αργά και ρυθμικά. 
  Αργά και ρυθμικά μπαινοβγαίνει κι ο καπνός στα πνευμόνια μου. Αργά και ρυθμικά μετακινούνται οι λεπτοδείκτες προς τον επιθυμητό αριθμό. 
   Τα γυαλιά μου γλιστρούν πάνω στην ιδρωμένη μύτη μου. Τα βγάζω και τα κρατάω στην παλάμη μου. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω κάτι άλλο να δω. Την πλατεία την έχω απομνημονεύσει στο μυαλό μου πιθαμή προς πιθαμή. Ατελείωτες ώρες έχω σταθεί σε τούτο και σε κείνο το σημείο, υπολογίζοντας ξανά και ξανά τις διαστάσεις, τις αποστάσεις, την προοπτική. Σκηνοθετικά είμαι εντάξει. 
   Δύο και δεκαπέντε. Πετάω το τσιγάρο στο πάτωμα και το σβήνω με το παπούτσι. Ύστερα βγάζω το παπούτσι και το αφήνω δίπλα στη γόπα. Δίπλα το δεύτερο παπούτσι. Ακουμπώ κοντά τους τα γυαλιά μου. Κοιτάζω γύρω, κανείς. Από τον σταθμό του μετρό ακούγεται φασαρία. Ο τελευταίος συρμός έφτασε. Βγάζω το παντελόνι μου, το διπλώνω και το αφήνω πλάι στα παπούτσια. Πάνω του ακουμπάω την μπλούζα μου. Και πάνω στην μπλούζα το ιδρωμένο μου εσώρουχο.
  Από τον σταθμό ηχούν εύθυμες φωνές και ασυγχρόνιστα βήματα. Περπατάω ως το συντριβάνι. Βουτάω το χέρι μου στο νερό και ψάχνω. 
   Χαίρομαι που είσαι ακόμα εδώ. 
Οι τελευταίοι επιβάτες του τρένου ανεβαίνουν τώρα τα σκαλοπάτια. Μπαίνω στο συντριβάνι. Το νερό φτάνει κρύο ως τους μηρούς μου. Αληθινή ευτυχία. Κοιτάζω το ρολόι. Δύο και δεκαέξι. Όχι ακόμα. Ακούω γέλια. Μακρυά δεν μπορώ να δω καθαρά. Είναι γέλιο γυναικείο. Ωραία. Διακρίνω τρεις σκοτεινές σιλουέτες. Ακούω κοφτούς και ασυντόνιστους ήχους τακουνιών. Είναι απέναντί μου.
Κοιτάζω το ρολόι. Τώρα.
  "Καλό καλοκαίρι, κορίτσια!",φωνάζω. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ τόσο εύθυμη τη φωνή μου.
Βάζω το χέρι μου στην άκρη του λαιμού και χαράζω μια ευθεία γραμμή. 
Είμαι μέσα στο κρύο νερό. Είμαι κάτω από το αίμα μου. 
Είναι δύο και δεκαεπτά.
Ήταν δύο και δεκαεπτά.