Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Κρίση

    Μια απροσδιόριστη τελεολογία διέπει τη σκέψη σου. Δε σου είναι διαρκώς φανερό, όμως ακόμη και πολύ μικρά πράγματα που κάνεις τα κατατρέχει η προσμονή μιας απάντησης. Κι είναι αφόρητη, και θες να απαλλαγείς από αυτή την αίσθηση πως όλα έχουν ένα σκοπό.
    Κι ίσως βέβαια το τέλος να μην είναι παρά κάτι που κληρονόμησες με τη γέννησή σου για να εξασφαλίσει κάτι πολύ βασικό: τη ζωή σου. Μοιάζει σαν να πρέπει πάντα να προσμένεις κάτι ώστε να συνεχίσεις να ζεις.
    Αν όμως ο σκοπός αυτός περιορίζει τις αμέτρητες δυνατότητες που έχεις, τις αμέτρητες δυνατότητες που είσαι; 
    Ίσως αν αφαιρέσεις τον σκοπό, αν απαλλαγείς από την προσδοκία του αποτελέσματος, αυτό που μένει δεν είναι παρά η ίδια η επιθυμία σου για την εκάστοτε πράξη ή επιλογή. Όλη σου η ζωή γίνεται ο πόθος για την ίδια τη ζωή.
    Αν λοιπόν αυτό που κάνεις δεν (σε) οδηγεί πουθενά, ή τέλος πάντων αν δεν οδηγεί εκεί που οραματίζεσαι να πάει, θα εξακολουθείς να το επιθυμείς; Αν γνωρίζεις πως δεν υπάρχει τίποτα να προσμένεις, θα αντέξεις να θέλεις; Αν η προσπάθειά σου δε σε ανταμοίβει με την αίσθηση της χαράς, κι ίσως μόνο να φέρει μια βαριά ευθύνη, θα τη συνεχίσεις με ενθουσιασμό; Αν οι ιδέες σου δε βρίσκουν εφαρμογή γύρω σου, παρά μόνο ίσως μέσα σου, θα επιμείνεις στον αγώνα;
    Αν η απάντηση είναι ναι, τότε ίσως να έχεις χαρίσει στον εαυτό σου μια μικρή δόση ελευθερίας.

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Νανούρισμα

Πέρασε η μέρα.
Κλείσε τα μάτια σου.
Πέσε στο πάτωμα
 κι αποκοιμίσου.

Ο ύπνος φρόντισε να'ναι ανήσυχος
αφού τη μέρα σου περνάς βουβός.
Πάνω απ'το πρόσωπο το προσωπείο σου
σου επιτρέπει να αναπαυθείς.
Μέσα στον όχλο που περιφέρεσαι
νιώθεις σπουδαίος και ασφαλής.
Μα στον καθρέπτη ο μελλοθάνατος
που σε κοιτάζει, ήδη νεκρός.

Τι κι αν τεντώνεσαι στο κρεβάτι σου;
Τι κι αν τα πρωινά στέκεις ορθός;
Σ'έχουν πατήσει τα ίδια τα πόδια σου
κι είν' ακατόρθωτο να σηκωθείς.
Καθηλωμένος στη ματαιότητα
έχεις ξεχάσει να προσπαθείς,
κι από μπροστά σου ατμοσφυρίζοντας
περνά ο ύστατος πια συρμός.




2012

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Άνοιξη στο Γιόφυρο

Αργά το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα της ζεστής Παρασκευής, στη στάση του Κτελ, δυο άνθρωποι στο διπλανό τραπεζάκι είχαν ένα διάλογο που μου είναι αδύνατο να ξεχάσω. Εκείνη ανήσυχη, υπερκινητική, τον κοιτούσε στα μάτια με αγωνία. Εκείνος χαλαρός, έπαιζε τα λόγια του μες στα δόντια με αυτοπεποίθηση. Φεύγοντας τους άφησα να ψάχνουν λέξεις που να αρχίζουν από ένα γράμμα. "Άλφα". "Άνοιξη", είπαν μαζί.


-Γιάννη εγώ είμαι καλή;
-Καλή είσαι, αλλά τρως κάτι κολλήματα που σε κάνουν κακιά.
-Ναι αλλά στο βάθος είμαι καλή κοπέλα.
-Όχι!
-Ναι; Κακιά είμαι;
-Ναι. Έχεις καμιά πενηνταριά κολλήματα.
-Α... Τις ιδέες μου λες;
-Ναι, έχεις καμιά πενηνταριά.
-Όχι, το πολύ να είναι είκοσι.
-Πιο πολλές είναι. Να τα πιάσεις ένα ένα να τα..
-Θέλω να γίνω όπως πριν.
-Πώς;
-Καλά!
-Πιάσε ένα βιβλίο ψυχολογίας...
-Λες; Ξέρω για ένα μέρος που σε κάνουν όπως πριν μέσα σε σαράντα μέρες. Να πάω;
-Πώς θα πας;
-Θα με πάει ο πατέρας μου με το αμάξι.
-Να πας, θα 'ναι ωραία εμπειρία!
-Ναι αλλά δεν μπορώ. Έχω πρόβλημα.
-Τι πρόβλημα;
-Πρόβλημα.
-Α, οι λόγοι που μου 'χεις πει; Είναι όμως ωραίοι λόγοι...Τους απολαμβάνεις;
-Ναι! Εγώ Γιάννη είμαι ιδεολόγος, έχω δηλαδή ιδέες και λόγο!
-Ναι;
-Ναι! Θέλω να πάω στην Αθήνα.
-Σε δραματική σχολή;
-Όχι, στην Αθήνα, να ζήσω. Θέλω να νιώθω τι αισθάνομαι.
-Να κάνεις μια επιχείριση!
-Ναι; Τι επιχείρηση;
-Δε σου λέω γιατί είναι δική μου ιδέα.
-Εγώ θέλω να είμαι ελεύθερη.
-Εννοείς που έχεις πρόβλημα;
-Όχι, και πριν ήθελα. 
-Τι ώρα είναι;
-Τέσσερις.
-Θες να πάμε αύριο στη θάλασσα;
-Οι δυο μας;
-Ναι, να πάρουμε το λεωφορείο και να πάμε σε μια παραλία.
-Θα κολυμπήσουμε;
-Εσύ, άμα θες. Εγώ θα κάθομαι απέξω να σε κοιτάζω και θα καπνίζω.
-Να πάρω την τσάντα θαλάσσης που έχω;
-Ναι, και πετσέτα και κλειδιά, λεφτά...
-Γιάννη ξέρεις κάτι;
-Τι;
-Εγώ μόνο μ'εσένα κάνω παρέα.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Αγνές προθέσεις

Κοιτώ απ'την ταράτσα
της πολυκατοικίας
το ανοιχτό παράθυρο
μιας ωραίας κυρίας.
Στο δρόμο ο στύλος
περιμένει ν'ανάψει.
Σαν πέσει το φως
η πόλη θ'αδειάσει.
Θα γυρίσουν οι ένοικοι
στα διαμερίσματά τους.
Θα κοιτώ απ'την ταράτσα μου
στ'αστικά άδυτά τους.

Με τι χάρη κινείται
μέσα στο νυχτικό της!
Στο αεράκι διπλώνει,
φαίνεται ο μηρός της.
Φαντασιώνομαι πως
της χτυπώ το κουδούνι.
"Είμαι γείτονας", λέω
και γελώ σαν γουρούνι.
Έχω τούτο το ελάττωμα
-πες το αμηχανία-
και γι'αυτό δε μου κάθεται
καμιά ωραία κυρία...

Μα η νέα γειτόνισσα
με το ροζ νυχτικό της,
μ'έχει δει που κοιτώ
μες στο δωμάτιό της.
Ίσως αν δεν της συστηθώ,
αν καθόλου μιλήσω,
σαν ο στύλος ανάψει
θα την αγαπήσω!

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Άκου να δεις

Τη νύχτα αφήνω μερικά εκατοστά ανοιχτή την μπαλκονόπορτα για να ακούω τα αυτοκίνητα να περνάνε απ'έξω/ και πέφτω στο κρύο κρεβάτι μου σκεπτόμενος το πρόσωπό σου από την πίσω όψη/ αυτή που δεν με άφηνες να δω το μεσημέρι που ξάπλωνες ανάσκελα στο πάτωμα για να ισιώσει η πλάτη σου από τα στραβά του καλοκαιριού/ όμως το κρεβάτι μου είναι κρύο γιατί είναι χειμώνας τόσο βαρύς που χιόνισε/ χα χα φαντάσου/ βουλιάζω το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι κι αφήνω το βάρος μου όλο πάνω του έτσι που σχεδόν δεν αναπνέω/ κι αν μπεις στο δωμάτιο θα δεις κι εσύ αυτή την οπίσθια όψη του εαυτού μου/ αν και μπορούσες να τη δεις σχεδόν κάθε βράδυ/ αλλά απέφευγες να σβήσεις το φως πριν με πάρει ο ύπνος γιατί βέβαια είχα άλλες λέξεις από σένα και η ανταλλαγή δε έμοιαζε δίκαιη/ όμως το αμφιθέατρο ήταν πάντα γεμάτο με ανθρώπους που βαριούνταν/ και δεν θέλω να είμαι απ' αυτούς που βαριούνται/ γι' αυτό τώρα το κεφάλι μου γεμίζει με νέες λέξεις αυτοαναφορικές όσο δεν φαντάζεσαι/ όπως διέγερση κι αναστολή/ γυρνάω στο πλάι γιατί η ανάσα μούσκεψε το μαξιλάρι μου/ άκου να δεις πώς έχουν τα πράγματα/ τώρα θα κοιμηθώ και το πρωί θα 'χει μπει το χιόνι από την μπαλκονόπορτα και το δωμάτιό μου θα 'ναι ένα άσπρο κελί.