Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Καταραμένοι.

   Η μάνα γέννησε το παιδί της κι η κοιλιά της άδειασε. Τούτο το μωρό ήταν ο άνθρωπος, κείνος που μόλις μας αντίκρισε έκλαψε μ'ένα κλάμα φρικιαστικό.
Κι εμείς χαρήκαμε πως άνοιξαν τα πνευμόνια του. Μα το'ξερε, κι ας μην μπορούσε να το πει, πως φορτώθηκε ένα βάρος ασήκωτο, ένα βράχο κοφτερό. Το'ξερε, κι ας μην μπορούσε να το πει, γι'αυτό το'κλαιγε. 
Κι εμείς χαρήκαμε.
Δε βλέπαμε το αίμα που έλουζε τους ώμους του. Δε βλέπαμε.
   Η μάνα καταράστηκε το παιδί της να σκέφτεται πολύ, να'ναι σοφό, υπεύθυνο, να θέλει και να προσπαθεί. Κι εκείνο την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε: 
"Γιατί;"
Κι εκείνη αποκρίθηκε πως το αγαπά και θέλει το καλό του.
Ήξερε, κι έκλαιγε, και βόγκαγε φριχτά, κι ο βράχος του'σκιζε τους ώμους, κι η μάνα χαιρόταν πως το παιδί της έγινε σοφό.
   Δώρο θαρρεί πως του'δωσε τη ζωή, μα εκείνο ήξερε πως ήταν κατάρα. Τα δώρα δεν τα πληρώνεις, σκεφτόταν ανηφορίζοντας με το βράχο στους ώμους. Τούτο το δώρο το πληρώνεις. Κάθε ανάσα και θάνατος, κάθε γνώση κι αμφιβολία, κάθε απάντηση κι ερώτηση, κάθε βήμα μπρος και μια γωνία του βράχου κοφτερή.
   Κάθε εγώ και ματαιότητα.
   Τούτο το παιδί ήτανε σοφό, έβλεπε κείνα που οι άλλοι δεν μπορούσαν. Κι ήξερε πως κανείς δε ζει από μόνος του κι ας θέλει, μα οι άνθρωποι περιφέρουν τις αναμνήσεις τους, ζουν ο ένας τον άλλον για να περνά γλυκά ο καιρός, κι έτσι γελούν και ξεγελιούνται, χαίρονται και ξεχνούν.
Έβλεπε κι έκλαιγε. Μόνο πίσω δεν μπορούσε να κοιτάξει, μα το'ξερε, πως πίσω δεν ήταν τίποτα παρά το αίμα που έσταζε στο δρόμο.
  [...]
  Κι εμείς χαιρόμασταν. Το βλέπαμε και καμαρώναμε.


Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Τρώγοντας έρχεται η όρεξη;

  Σκίστηκε άλλο ένα χαρτάκι από το ημερολόγιο, και το επόμενο έγραψε Μάρτιος. Για πότε φεύγουν οι μήνες ούτε που το καταλαβαίνεις. Οι διακοπές, οι αργίες κι οι γιορτές, οι ιδιαίτερες περιστάσεις, ακόμα και τα σαββατοκύριακα, περνούν σαν όλες τις άλλες μέρες του χρόνου, δε διαρκούν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο. Καμιά φορά αναρωτιέσαι, πώς γίνεται όλος αυτός ο συσσωρευμένος χρόνος να μοιάζει λες και δεν τον έχεις ζήσει. Κάτι ολισθαίνει, τι να'ναι, η μνήμη, η σκέψη, η ζωή σου...
  Η καθημερινότητα απαιτεί από σένα να βάλεις μια τάξη σε όλα. Πότε θα ξυπνήσεις και πότε θα κοιμηθείς, πότε θα φας, πόσο χρόνο χρειάζεσαι για να πηγαινοέρχεσαι στα μαθήματά σου, πότε θα διαβάσεις, πότε θα βαρεθείς, πότε θα συναντήσεις τους ανθρώπους σου. Στο τέλος όλα είναι προδιαγεγραμμένα, προβλέψιμα και αναμενόμενα, όχι μόνο οι πράξεις και οι συνήθειες, αλλά και τα συναισθήματα, οι σκέψεις. Αρχίζεις να βολεύεσαι σ'αυτήν την επανάληψη, τόσο που όταν μικρές ατυχίες σου αλλάζουν το πρόγραμμα, αποδιοργανώνεσαι και δυσανασχετείς.
  Καμιά φορά αυτό που σε κάνει να νιώθεις άνετα είναι το ίδιο που σου προκαλεί ταραχή. Αναλογίζεσαι πόσα πράγματα έχεις πει πως "θα" κάνεις , και πόσα από αυτά έχεις κάνει. Η ζυγαριά γέρνει προς την πλευρά της απραξίας. Η καθημερινότητα είναι μια σταθερότητα, όμως όχι η σταθερότητα που τελικά ζητάς. Η καθημερινότητα είναι η σταθερότητα στην πλήξη και στην ανία, αφού σταδιακά τα πάντα γίνονται επίπεδα και άχρωμα, κι εσύ έχεις χάσει τη διάθεση ή έχεις ξεχάσει τον τρόπο να τα χρωματίζεις.
  Ωστόσο έρχονται ορισμένες στιγμές που δεν αντέχεις πια. Σιχαίνεσαι τον καναπέ, το κρεβάτι σου, τα λεωφορεία , τους δρόμους, τις συνελεύσεις, τους ανθρώπους, τον εαυτό σου. Θυμάσαι αμυδρά πως κάποτε τα έβλεπες όλα αλλιώς και νοσταλγείς τη χαρά και την ελαφρότητα που σε διέκρινε, γνωρίζεις όμως ότι δε θα τα ξαναζήσεις στην ίδια συχνότητα και ένταση. Το τίμημα της πνευματικής ανύψωσης. Όχι πως βρίσκεσαι σε κανένα σοβαρό ύψος, αλλά όλο και κάποιο σκαλοπατάκι θα'χεις ανέβει. Ας είσαι για κάτι περήφανος.
  Κοιτάζεις στον καθρέπτη και αντικρίζεις μια μορφή οικεία και ταυτόχρονα άγνωστη. Τα τελευταία χρόνια μεγαλώνεις πιο γρήγορα απ'όσο παλιότερα. Το μαρτυρά το σώμα , το βλέμμα, το συννεφάκι με τις σκέψεις πάνω από το κεφάλι σου. Οι ώμοι σου συνήθως βαρετά ριγμένοι , τα μάτια μονίμως κουρασμένα, το δέρμα ξερό και τα χείλη σκασμένα. Πόσο χρονών να είσαι άραγε...
  Έξω από τον καθρέπτη είναι πιο ήσυχα, επικεντρώνεσαι γύρω σου και ξεχνάς πώς μοιάζεις. Η πόλη όπου ζεις, αυτή που σε κουράζει, που σε αγχώνει, που σε ζαλίζει, είναι εκείνη που σε ηρεμεί όταν φορτώνεσαι τα βάρη της σκέψης σου. Σχεδιάζεις στο μυαλό σου διαδρομές, σκέφτεσαι τι θες να φωτογραφίσεις, να βιντεοσκοπήσεις, ακούς τους ήχους. Ξαφνικά αναζωπυρώνεται μέσα σου κάτι ακούραστο και ζωηρό, μια κινούσα αιτία. Θες να βγεις από το σπίτι σου και να κατακτήσεις τον κόσμο.
  Μάλλον πως η έμπνευση, η ανάγκη για δημιουργία, έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση όλη αυτήν την κατήφεια, την πλήξη και το ασήκωτο βάρος της ύπαρξης. Η έμπνευση είναι ένα μονοπάτι που αποκαλύπτεται όταν το έχεις πραγματικά ανάγκη, σε οδηγεί στην αυτοεκπλήρωση όταν τίποτα εξωτερικό δεν μπορεί να σε γεμίσει. Δεν ξεγελιέται από την γκρίνια και τη βαρεμάρα σου, περιμένει να πονέσεις πραγματικά για να σε λυτρώσει. Και για να πονέσεις πρέπει να έχεις γνώση. Γι'αυτό η έμπνευση αποφεύγει τους ακαμάτηδες.
  Μένουν άλλες εικοσιεννιά μέρες Μαρτίου. Πώς να τις περάσεις...