Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Ο "γραφιάς".

  Τόσα σπουδαία κείμενα γράφτηκαν από ανθρώπους που ήταν αναμφισβήτητα σπουδαίοι, και κουβαλούσαν ο καθένας τους κι από μια τρέλα που τους τριβέλιζε το μυαλό, και γι'αυτό κάθε τους λέξη ήταν σπουδαία, γιατί στάθηκε γιατρικό ή πηγή μιας τρέλας. Εγώ δεν είμαι μέσα στους ανθρώπους παρά ένας άνθρωπος κανονικός, όπως θα με χαρακτήριζαν, σε όλα μου συνηθισμένος. Δεν έχω καμιά σημαντική τρέλα πέρα απ' την ίδια τη μανία μου να ψάχνω λόγους για να με θεωρώ τρελό, την επιθυμία μου να τρελαθώ. Ψάχνω ανάμεσα στις λέξεις που προφέρω, στις λέξεις που γράφω και σ'εκείνες που σκέφτομαι.
  Ύστερα βλέπω πως η τρέλα δεν πιάνει τον άνθρωπο έτσι στα ξαφνικά, μα κάτι την προκαλεί. Και πράγματι, όλοι εκείνοι οι μεγάλοι συγγραφείς είχαν περάσει καθένας κι ένα δικό του βάσανο. Μα εγώ, όχι πως έχω τα προβλήματά μου λυμένα, δεν έχω κανένα σοβαρό βάσανο τραβήξει στη ζωή μου ως τώρα. Για τούτο λοιπόν το λόγο γυρεύω να βασανιστώ, και μη με περνάτε για κανέναν μαζοχιστή, το μόνο που θέλω είναι να γράφω. Να γράφω τη λέξη θλίψη και να την εννοώ, τη λέξη πόνος και να βογκώ, τη λέξη πίκρα και να φτύνω φαρμάκι το σάλιο μου, κι ύστερα τη λέξη χαρά και ν'αγαλλιάζω, τον έρωτα και ν'αναριγώ. Και τέλος πάντων, να νιώθω μέχρι το "τι" και το "και", το κόμμα, την  τελεία. Γιατί άμα τις λέξεις που γράφεις δεν τις έχεις νιώσει, πώς θα πείσεις για τη σπουδαιότητα των ιστοριών σου; Πώς θα γεννηθούν ολοζώντανες κι αδιαμφισβήτητα αληθινές οι αφηγήσεις σου, κυρίως οι φανταστικές;
  Είναι λοιπόν για μένα ζήτημα ζωής και θανάτου να βρω ένα αξιόλογο βάσανο να τυραννήσει την άδεια κι αλαφρή ψυχή μου, να τρελαθώ καθώς ταιριάζει σε κάθε σοβαρό συγγραφέα. Γιατί αλλιώς θα 'γραφα τη λίστα για τον μπακάλη, και τούτο από μόνο του θα'ταν τέχνη. Μα δεν είναι.
  Βέβαια καμιά φορά νομίζω πως στο βάθος είμαι πράγματι λίγο τρελός, αφού γυρεύω το ύστατο αίσθημα σε κάθε τι μικρό και συνηθισμένο μου συμβαίνει, τόσο που κάποτε όλα γύρω μου γίνονται θεόρατα, και αιωρούνται στο κεφάλι μου σαν τις ιδέες του Πλάτωνα, τέλεια κι αληθινά. Ακόμη κι η βίδα που 'πεσε στο πάτωμα της αποθήκης, ή το μωρό που κλαίει και που δεν έχει για την κουρασμένη μάνα του κείνη την ώρα τίποτα το ποιητικό.
  Είναι λοιπόν ετούτη η μανία μου. Να μετρώ τα πάντα με τον χάρακά μου ψάχνοντας να μετρήσω το αισθητικό τους μέγεθος. Κι είναι αλήθεια πως κάποτε κοιτώ μες στην τρύπα την σκοτεινή, και βλέπω τους ανθρώπους χαμένους, και τον κόσμο τους χαμένο κι αυτόν, και τίποτε δε μοιάζει άξιο για καταγραφή, παρά με πλημμυρίζει αηδία. Μα, ένα περίεργο πράγμα...Μέσα στο βάλτο της αηδίας μου, όταν κοντεύω να πνιγώ, τότε πάντα βρίσκεται μπρος μου κάτι που θέλω να το κάμω δικό μου. Κι αρχίζει όλος ο ξένος κόσμος να γίνεται δικός μου, και τα μάτια μου τον ομορφαίνουν, και τον διορθώνουν. Και βλέπω πάλι το φως, όχι με τα αστιγματικά μου μάτια, μα με τα στίγματα που αφήνει το μαύρο μου μελάνι.
  Και, γιατί να το κρύψω, νιώθω να ψηλώνω και το στήθος μου φουσκώνει έτοιμο να κράξει δυνατά. Κι οι λέξεις χύνονται τόσο όμορφα στο άσπρο χαρτί, και το μαυρίζουν με μια μαυρίλα αθάνατη, πιο δυνατή κι απ'του θανάτου. Ω, τι ευτυχία! Για τούτο γεννήθηκε ο άνθρωπος!
  Μα σαν διαβάσω τα γραφτά μου σ'άλλη ώρα, όταν η έμπνευση έχει αποκάμει, τα χαρτιά μου μοιάζουν μουτζουρωμένα, άκομψα, άτεχνα, και τα κοιτώ σαν ξένος. Ω, τι δυστυχία! Για τούτο πεθαίνουν οι άνθρωποι...
  Πόσο είναι ακόμη ο δρόμος μου μακρύς...


"Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
σαν να'χουν βγει σε τάφο). "




σημείωση: Οι στίχοι που παρατίθενται στο τέλος είναι απόσπασμα από το ποίημα "Γραφιάς" του Κ.Καρυωτάκη.