Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Μπουρνέλες.

  "Έφτασα με το πλοίο ξημερώματα. Μια δυο ώρες μόνο αφότου ο ήλιος είχε σηκωθεί, καθόμουν ήδη στην ήσυχη βεράντα, να απολαμβάνω κελαηδήματα, να κυλάνε στο λαιμό μου μια οι λέξεις του Τσίρκα, μια ο ξινός χυμός των κορόμηλων, μα κυρίως να ηρεμώ στην αίσθηση πως βρίσκομαι σπίτι.
  Είχα χρόνια να ταξιδέψω με το παλιό καράβι της γραμμής. Μόλις ανέβηκα στο κατάστρωμα κατάλαβα πως θα ταξίδευα χωρίς γνωστούς, κι αυτό με έκανε να νιώσω βολικά. Τα καράβια μέρες σαν κι αυτές τις πασχαλινές έχουν πολύ κόσμο, στριμωγμένοι οι επιβάτες ταξιδεύουν για ώρες ο ένας δίπλα στην ανάσα του άλλου. Μα το παλιό καράβι δεν είχε πολλή κίνηση. Σκόρπιοι άνθρωποι, μόνοι ή σε μικρές παρέες, δυο κουβέντες από δω κι από κει, δύσκολα άκουγες ελληνικά. Ένιωσα αληθινή βόλεψη στη σκέψη πως κανείς δε θα ασχολούνταν μαζί μου, κι έτσι πέρασα όλη τη νύχτα διαβάζοντας.

  Το πρωινό δροσερό, φωτεινό, καθαρό. Ο στενός δρόμος μπρος απ'το σπίτι γεμάτος σπουργίτια και κοτσύφια. Στο βάθος, η γαλανή γραμμή της θάλασσας πάνω απ'την πόλη. Το σπίτι μου..Το σπίτι μου;
  Η πιο έντονη στιγμή είναι όταν κατεβαίνει στο λαρύγγι η ξίνια της άγουρης μπουρνέλας. Στη σκέψη και μόνο του σφιχτού πράσινου καρπού, το στόμα γεμίζει ηδονικά με σάλια. Παλιά στο χωριό σκαρφαλώναμε στις κορομηλιές και τις γυμνώναμε ως εκεί που φτάναν τα παιδικά μας άκρα. Μάζευα στη μπλούζα μου όσες περισσότερες μπουρνέλες χωρούσαν, κι ύστερα έτρεχα να τις πλύνω και να τις φάω επιτόπου. Την κλεψιά ή την ευχαριστιέσαι λαίμαργα ή δεν την κάνεις καθόλου. Καλάθια ολόκληρα μπορούσα ν'αδειάσω μόνη μου. Τις μπουρνέλες που παίρναμε μαζί μας στην πόλη τις έτρωγα στο μπαλκονάκι μου, και τα κουκούτσια τα πέταγα κάτω στον κήπο με τη λαχτάρα πως κάποιο θα φύτρωνε και θα'χα τη δική μου μπουρνελιά.
  Η ανάμνηση είναι ο μισός δρόμος.
  Διαβάζω διψασμένα, κι όταν αφηρημένα βάζω ξανά το χέρι μου μέσα στο πήλινο μπωλ, οι μπουρνέλες έχουν τελειώσει. Κλείνω το βιβλίο, πάω στο μπαλκονάκι μου και ρίχνω τα κουκούτσια στον κήπο. Λες αυτή τη φορά να πιάσει;"



Σημείωση: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες. Διαβάστε. 

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Και πάει λέγοντας.

    Περισυλλογή. 
Κάθομαι μόνος και σκέφτομαι. Σκέψεις που προκύπτουν από την ήδη συσσωρευμένη εσωτερική πραγματικότητα, ή που προέρχονται από κάπου έξω.
  Δε βαριέμαι ποτέ. Η πλήξη είναι συστολή. Σπρώχνω τα τοιχώματα. 

  Ανοίγω χώρους μέσα στο κεφάλι μου και αποθηκεύω. Διευρύνομαι, εξαπλώνομαι. Μορφοποιώ έναν εαυτό εύπλαστο. Έναν εαυτό που δια-λύεται στην επαφή.
  Κάποτε αναρωτιέμαι αν αυτό είναι καλό ή κακό. Κι έπειτα αναρωτιέμαι τι σημαίνει καλό και κακό. Θα πρέπει να είμαι σταθερός χαρακτήρας; Τι σημαίνει σταθερός χαρακτήρας; Η διαρκής μεταβολή δεν είναι κι αυτή ένα είδος σταθερότητας, ένα είδος χαρακτήρα;
  Τα πάντα γύρω μου άκεντρα, ασταθή, επιρρεπή στη μεταβολή, συμβάσεις άγνωστης προέλευσης και επιταγής. Τα πράγματα δεν είναι κάπως από μόνα τους. 
  Γιατί να θέλω να είμαι σταθερός; Γιατί θα πρέπει να ξέρω τι θέλω, ή να θέλω κάτι συγκεκριμένο αντί να τα θέλω όλα ή να μη θέλω τίποτα;
  Σκέφτομαι. 
  Σκόρπιες σκέψεις τοποθετημένες σε ένα α-συνεχές. Θα πεθάνουμε ενώ σκεπτόμαστε, δε θα βάλουμε τελεία μέχρι να είμαστε πια νεκροί.
  Η ιστορία αυτή δε νοιάζεται να φτάσει σε κάποιο τέλος, γιατί δεν έχει τίποτα να πει. Γι'αυτό και η ανάρτηση αυτή, που δε θέλει τίποτα να πει, δεν νοιάζεται για το ποια θα είναι η τελευταία της λέξη.


Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Αντι-βίωση.

     Η νύχτα γι'αυτούς που ξενυχτούν κρατά πάντα πολύ και ποτέ αρκετά. Ο χρόνος αμβλύνεται, το φως και το σκοτάδι συγχέονται.
     Άνθρωποι περιφερόμενοι στους δρόμους, σε πλατείες, από σπίτι σε σπίτι, από μαγαζί σε μαγαζί. Νυχτερινοί περπατητές με την πόλη στα πόδια τους. Πίνουν, γελάνε, χορεύουν, περπατούν, πίνουν, πίνουν, χορεύουν, πίνουν... Τα σώματα λύνονται. Η μουσική τα παρασύρει, το αλκοόλ τα ζεσταίνει, το σκοτάδι τα ζαλίζει. Αλκοόλ και ιδρωμένα κορμιά που τυλίγονται στο χορό, που αγγίζονται, χαϊδεύονται, γοητεύονται, αγαπιούνται.
     Τη νύχτα γίνεσαι ίδιος με όλους. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το ποιος είσαι. Γίνεσαι απλά κάποιος. Άνθρωποι που δε φαντάζεσαι πως έχουν κάτι κοινό να πουν, συζητούν για ώρες, μοιράζονται τους εαυτούς τους σε μία λαϊκή των συναισθημάτων. Φιλοσοφούν, αγαπούν, απελπίζονται, τσακώνονται, πίνουν, χορεύουν, πίνουν... Όσο πιο γρήγορα παραδοθείς σε αυτό που νιώθεις, τόσο πιο έντονα περνά η νύχτα σου.
    Οι ξενύχτηδες δεν νοιάζονται για το αύριο, δεν ξέρουν τι σημαίνει. Δεν έχουν την ανάγκη να ασχοληθούν με κάτι που δεν υπάρχει ακόμα. Μπορεί να ξεχάσουν ένα μέρος της νυχτερινής τους περιπέτειας, όμως δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετράει είναι η νύχτα και η περιήγηση. Κάθε είδους περιήγηση.
    
Τους κοιτώ, περπατώ μαζί τους, πίνω από τα ποτήρια τους , χορεύω στους ρυθμούς τους. Όμως τα πόδια μου κουράζονται, το ποτό δε με πιάνει, ο χορός δε με ιδρώνει. Τους κοιτώ και νιώθω την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλον, την ειλικρινή συμπάθεια, τον έρωτα, βλέπω τη χαρά στα μεθυσμένα τους μάτια. Χαίρομαι γι'αυτούς, μα δε χαίρομαι όπως εκείνοι. Ευχαριστιέμαι να τους παρατηρώ, να μπλέκομαι στο πλήθος τους, όμως δεν παρασύρομαι όπως εκείνοι. Κι όταν πια βλέπω έξω στον συννεφιασμένο ουρανό το θαμπό φως της μέρας, για μένα η νύχτα έχει τελειώσει, κι έχει έρθει το αύριο, και δεν έχω καταφέρει να ξεχαστώ.
    "Άλλοι είχαν φανταστικούς φίλους, εγώ είχα φανταστική ζωή.", διάβασα όταν γύρισα σπίτι.

Πονάς αρκετά;

Αυτοχαστουκίζεσαι. 
Πονάς αρκετά; 
Δεν πονάς; Ξανά.
Μαγείρεψες νόστιμο φαϊ αλλά δεν μπορείς να φας, ο οργανισμός σου δεν το δέχεται. Θες να φας, όμως δεν μπορείς. 
Πονάς αρκετά;
Κλείνεις τα μάτια σου για να ξεκουραστείς κι αμέσως εμφανίζονται τέρατα, σώματα δέρνονται, κυλιούνται στη λάσπη, το πλήθος τρέχει, σε ποδοπατά. Ανοίγεις τα μάτια ιδρωμένος. 
Πονάς αρκετά;
Κάνεις ό,τι θα'κανες μια οποιαδήποτε μέρα, αλλά δε βλέπεις τίποτα όπως χθες. Έχουν αλλάξει οι διαστάσεις των πραγμάτων, η σύστασή τους, η απόστασή τους από'σένα. Πασχίζεις να τηρήσεις τη συνήθεια, μα η συνήθεια είναι ένα βήμα πιο πέρα από σένα. 
Πονάς αρκετά;
Οι λέξεις που χρησιμοποιείς, οι ίδιες που είπες και χθες, τώρα μοιάζουν κενές. Γράφεις, μιλάς, και δεν μπορείς να διαβάσεις ή να ακούσεις τι λες. Κι οι άλλοι σου αποκρίνονται, σου χαμογελούν. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι σου λένε. Σε κοροϊδεύουν; Δεν καταλαβαίνεις. 
Πονάς αρκετά;
Το σπίτι δεν ξέρεις ποιου είναι. Είναι το δικό σου; Κάποιου άλλου; Καμία οικειότητα. Προσπαθείς να θυμηθείς, πώς σε λένε; 
Κοιτάς στον καθρέπτη και βλέπεις το ίδιο πρόσωπο με χθες, μόνο που τώρα δε σε κοιτάζει πίσω.
Πονάς αρκετά;