Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Recostruction.


"   Γύρισε το κλειδί στην πόρτα. Μπήκε στο άδειο σπίτι, άφησε δίπλα στο κρεβάτι τη βαλίτσα κι ύστερα ρίχτηκε στον καναπέ. Κουραστικό το χθεσινό ταξίδι, μα πιο κουραστική η πρωινή ζέστη στην πόλη. Επιτέλους μπορούσε να βουλιάξει κάπου αναπαυτικά. Κοίταξε ένα γύρο το σαλόνι και το χολ. Το σπίτι ήταν ντυμένο με πράγματα, άλλα παρμένα από τα πριν, άλλα διαλεγμένα για τούτο το χώρο, άλλα που βρήκε τυχαία στην πορεία και τα μάζεψε. Ήταν λίγο αναποφάσιστο το ντεκόρ, τώρα που το παρατηρούσε, μπορεί και να μην το 'βρισκε τόσο ωραίο τελικά. Πάντως ήταν ήσυχα και βολικά εκεί μέσα, όπως ήταν πάντα.
    Το σπίτι το'ξερε από παλιά, από μωρό παιδί. Πόσο αλλιώτικο ήταν κάποτε. Θυμήθηκε που ερχόταν για λίγο στο τελείωμα κάθε καλοκαιρινών διακοπών, στους θείους, κι έπαιζε με τα ξαδέρφια και με τον γάτο, κι έτρωγαν όλοι μαζί οικογενειακά, και τα βράδια άνοιγαν τούτο τον καναπέ και ξάπλωναν τρεις, τέσσερις παρέα. Τα βασικά έπιπλα είχαν μείνει τα ίδια από τότε. Κι ένας μεταλλικός ανεμιστήρας, αθάνατο μηχάνημα.
    Έβαλε τον ανεμιστήρα να δουλέψει για να δροσιστεί. Ο αέρας στροβιλιζόταν αθόρυβα στον έλικα, όπως αθόρυβα ανέδυαν όλα τα παλιά έπιπλα τον αέρα εκείνης της άλλης εποχής, της όχι πολύ μακρινής μα της περασμένης χωρίς γυρισμό. Το νέο ντεκόρ, η νέα καθημερινότητα, τα νέα πρόσωπα που είχαν μπει στο χώρο τον είχαν γεμίσει με νέες σκέψεις και αναμνήσεις που σπάνια επέτρεπαν μελαγχολικές αναπολήσεις εκείνων των άλλων ημερών. Τώρα όμως που έκανε μία, συνειδητοποίησε πως οι αλλαγές είχαν έρθει με απόλυτη φυσικότητα και όλοι τις είχαν δεχτεί. Το σπίτι είχε αλλάξει χέρια μια και δυο φορές, είχε ντυθεί αλλιώτικα, κι οι άνθρωποι οι ίδιοι από τότε, μπαινοβγαίνουν σαν να μην τρέχει τίποτα. Όλη αυτή η φυσικότητα τώρα που τη συνειδητοποιούσε έμοιαζε στ'αλήθεια περίεργη κι ίσως στο βάθος κάπως επώδυνη. 

    Τα σπίτια έχουν τις ιστορίες τους. Στην μεγάλη αυτή πόλη συχνά παρατηρούσε τις βεράντες, τις ποικιλόμορφες εξόδους των κτιρίων, το αναμμένο φως τα βράδια στα παράθυρα πολυκατοικιών, τις κεραίες στις ταράτσες. Αναρωτιόταν πώς τάχα να είναι η διακόσμηση σε τούτο ή σε κείνο το διαμέρισμα. Αναρίθμητα σπίτια σ'όλη την πόλη, που μέσα τους περνούν αναρίθμητοι άνθρωποι τις δικές τους ζωές. 
    Θυμήθηκε το σπίτι στο χωριό. Πόσο γέρικο, και πόσα χρόνια θα στέκει ακόμα στο ίδιο σημείο; Μοιάζει σα ριζωμένο. Εκεί που το βρήκε παιδί εκεί θα το αφήσει φεύγοντας. Πέρασαν από εκείνο ένα σωρό ιστορίες, τρεις τέσσερις γενιές. Σαν παραμύθι άκουγε κάποτε τον παππού να λέει για τ'αδέρφια του, για φίλους, για όλη την οικογένεια. Κοίτα να δεις, άνθρωποι που δε συναντήθηκαν ποτέ, ο χρόνος δεν το επέτρεψε, κι όμως είχαν όλοι βρεθεί στο ίδιο σπίτι. Έτσι είναι λοιπόν τα σπίτια. Μηχανές του χρόνου. Ανοίγεις μια πόρτα και βρίσκεσαι σ'ένα σύμπαν με δικούς του όρους, με δική του ιστορία που μια άλλη γεωλογία θα μελετούσε στα στρώματα της μπογιάς στους τοίχους. 
    Το πρωί όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο διαμέρισμα, τα ρουθούνια γέμισαν με μια μυρωδιά γνώριμη. Δεν μπορούσε ως τότε να εξηγήσει πώς γίνεται κάθε φορά που το σπίτι μένει λίγες μέρες κλειστό να ξαναμυρίζει όπως παλιά, αφού πια δεν έμεναν εκείνοι εδώ. Σήμερα κατάλαβε πως οι οσμές που έφερναν στον νου τις αναμνήσεις δεν ήταν των ανθρώπων, ήταν του σπιτιού."


Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Καλοκαίρι

    "Πανταχού παρών ο ουρανός μεταμόρφωσε τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού σε σωστό Φθινόπωρο. Τα ανθισμένα φυτά και δέντρα, βρεγμένα με την αναπάντεχη λασπερή βροχή, μπούκωσαν τους δρόμους με μυρωδιές οξείες, αποπνικτικές καθώς μπλέκονταν με τους δυσάρεστους υδρατμούς των αυτοκινήτων.
   Κι εμείς βρεθήκαμε απροετοίμαστοι μέσα στους δρόμους, γυμνοί μες στη λάσπη, κατατρεγμένοι. Χωρίς μια ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μας, χωρίς έναν ήλιο, χωρίς πολλά κέφια. Κι όμως οφείλαμε να διανύσουμε μιαν απόσταση, να τιμωρηθούμε για την αφέλειά μας, να λουστούμε την αμέλειά μας. Ο ουρανός ξέρει να μας πιάνει στα πράσα.
  Κάτω από μια στάση λεωφορείου στάθηκα βρεγμένος κι αναρωτήθηκα αν έχουμε Ιούνη, ή μήπως εγώ είχα τρέξει μπρος με τη φαντασία μου, ή πάλι μήπως είχα ξεμείνει πίσω από το ημερολόγιο κι έπρεπε τώρα να το προλάβω. Είχα εκείνη την αίσθηση πως πρέπει κάτι να κάνω, μα δεν ήξερα τι. Για μια στιγμή πίστεψα πως ήμουν εκτός τόπου και χρόνου, πως χάθηκα κάπου στο δρόμο. Ήταν η καλύτερη στιγμή εκείνης της μέρας.
"